Κάλεσμα σε εκδήλωση ενάντια στην έμφυλη βία και στην πορεία της 25ης Νοεμβρίου

Το Δεκέμβριο του 1999 η συνέλευση του ΟΗΕ όρισε την 25η Νοεμβρίου ως Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, με στόχο να αναδείξει τις πραγματικές διαστάσεις αυτού του φαινομένου. Η ημέρα είχε όμως ήδη καθιερωθεί άτυπα από γυναικείες οργανώσεις τη δεκαετία του ’80 εις μνήμην των αδελφών Mirabal ή διαφορετικά Las Mariposas (οι πεταλούδες). Οι αδερφές Mirabal πολέμησαν ενάντια στο δομινικανό δικτατορικό καθεστώς του Τρουχίγιο και γι’ άυτο συνελήφθησαν, βασανίστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν και στραγγαλίστηκαν μέχρι θανάτου. Μετά τη δολοφονία τους κηρύχτηκαν “σύμβολα της λαϊκής και φεμινιστικής αντίστασης”.


Εκατομμύρια γυναίκες ανά τον κόσμο, κάθε μέρα υφίστανται διαφορετικές μορφές έμφυλης βίας, όπως σωματική, λεκτική, σεξουαλική, ψυχολογική, παρενόχληση, βιασμούς, σωματεμπορία, μέχρι και δολοφονία. Στην Ελλάδα του 2022 μετράμε ήδη 16 γυναικοκτονίες, σχεδόν κάθε μέρα ακούμε για περιστατικά βιασμών, ξυλοδαρμού, απειλών και παρενόχλησης. Φαίνεται η έμφυλη βία να έχει κανονικοποιηθεί και σε αρκετές περιπτώσεις με άμεσο ή έμμεσο τρόπο να κατηγορήθηκε το ίδιο το θύμα για την κατάληξη του. Παρόλο τον μεγάλο αριθμό περιστατικών έμφυλης βίας στην Ελλάδα, φαίνεται να μην γίνεται καμία σοβαρή προσπάθεια για να αλλάξει η κατάσταση, με την Ελλάδα να παραμένει στις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τα έμφυλα ζητήματα.


Αρχικά, ο ιστός που πλέκουν δικαστήρια-αστυνομία-ΜΜΕ δεν λειτουργεί για να προστατέψει σε καμία περίπτωση τις γυναίκες και τις θηλυκότητες γενικότερα. Οι καταγγελίες για κακοποιήσεις καταλήγουν στα συρτάρια αρχείων των δικαστικών αρχών, ενώ οι θύτες δέχονται μόνο μια επίπληξη χωρίς ουσιαστικά να αναλαμβάνει κάποια κρατική αρχή την αναμόρφωση του θύτη και την προστασία της επιζήσας/ του επιζήσαντος. Οι θηλυκότητες που απευθύνθηκαν σε τοπικά αστυνομικά τμήματα για προστασία δική τους από τους θύτες, αλλά και για καταγγελία των θυτών τους, δεν βρήκαν καμία απολύτως στήριξη. Τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα όταν τα άτομα που υφίστανται κακοποίηση υφίστανται κι άλλες καταπιέσεις πέρα από τις έμφυλες, όπως οι μετανάστριες, οι τοξικοεξαρτημένες, οι φτωχές, οι κρατούμενες, οι σεξεργάτριες, τα θύματα trafficking, τα trans άτομα κ.α..  Τις περισσότερες περιπτώσεις δεν αναδεικνύονται καν οι ιστορίες τους, ενώ ακόμα κι αν ακουστούν έρχονται αντιμέτωπες/α με έντονη δυσπιστία, ενώ συχνά η δεινή τους θέση τις/τα αναγκάζει να μένουν με τους καταπιεστές τους. Η δυσπιστία που υπάρχει στην κοινωνία σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η έμφυλη βία είναι πολύ δύσκολο να έχει χειροπιαστές αποδείξεις καθώς τα περισσότερα περιστατικά γίνονται απουσία μαρτύρων το κάνει πιο εύκολο να αμφισβητηθεί το ίδιο το άτομο που δέχεται την βία. Τέλος, η υλική στήριξη των θηλυκοτήτων που έχουν βιώσει κακοποίηση είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Δεν υπάρχουν δομές που να περιλαμβάνουν ξενώνες φιλοξενίας, συμβουλευτικά κέντρα, τόσο για τις ίδιες/ τα ίδια όσο και για τα παιδιά τους, αλλά και καμία πρόνοια για την ένταξη της κάθε επιζήσας  στην αγορά εργασίας ή την οικονομική τους στήριξης.


Ωστόσο, πίσω από κάθε περιστατικό έμφυλης βίας μπορούν να εντοπιστούν οι ίδιες παθογένειες. Οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι φροντιστικές, υπομονετικές και υπάκουες, ότι υπάρχουν για να καλύπτουν τις ανάγκες των άλλων. ‘Οτι οι “άντρες δεν κλαίνε” και ότι η επιτυχία τους εξαρτάται από το πόσες ερωτικές κατακτήσεις έχουν. Είναι η ίδια η νοοτροπία της κτήσης μιας γυναίκας λες και είναι αντικείμενο και η αντίληψη της ατίμωσης εάν δεν είναι “πιστή” ή δεν υπακούει τις εντολές. Είναι όλα τα στερεότυπα που μας έχουν επιβάλλει από την κούνια ως προς τους έμφυλους ρόλους και τη σεξουαλικότητα. Εν ολίγοις, είναι η πατριαρχία.

Δεν ξεχνάμε κανένα θύμα έμφυλης βίας, γι’ αυτό και την 25η Νοέμβρη θα είμαστε στον δρόμο, με όπλο μας την αλληλεγγύη και η μια δίπλα στο άλλο να δηλώσουμε την εναντίωση μας σε πατριαρχία, κράτος και οποιαδήποτε εξουσία.

Να μην αφήσουμε κανένα/ καμία μόνο/η απέναντι στην έμφυλη βία.

Διεκδικούμε δομές προστασίας και υποστήριξης των επιζησάντων ατόμων έμφυλης βίας.

Να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα οδηγούν στην προστασία και ενδυνάμωση των επιζησάντων ατόμων και όχι στον επανατραυματισμό τους.

Να ενθαρρύνουμε τα άτομα που βιώνουν κακοποίηση ή βρίσκονται σε κακοποιητικό περιβάλλον, να απεμπλακούν από τους κακοποιητές τους όταν νιώσουν τα ίδια έτοιμα.

Όλες/ όλα/ όλοι μαζί να γίνουμε το ανάχωμα στην επέλαση της πατριαρχίας, του κράτους και του καπιταλισμού

Κυριακή 20/11 18:00 στο Κοινωνικό Κέντρο Ovradera Προβολή- εκδήλωση: “Ενωνόμαστε κατά της έμφυλης βίας που έχει γίνει καθημερινότητα ” . Προβολή του ντοκιμαντέρ “To παγόβουνο “.

Παρασκευή 25/11 19:00 στο Άγαλμα Βενιζέλου Κάλεσμα για πορεία με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών

Γυναικοκτονίες

Ελλάδα, 2021 : Βασιλική, Κωνσταντίνα, Καρολάιν, Ελένη, Γαρυφαλλιά, Ανίσα, Μαρία, 55χρονη από Θεσσαλονίκη, Σταυρούλα, Μόνικα, Δώρα, 75χρονη από Αργολίδα, Νεκταρία, 48χρονη από Θεσσαλονίκη, Ελόνα, Τζεβριέ, 2η 55χρονη από Θεσσαλονίκη.

Το 2022, όπως και τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε να βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας και να απασχολούν την κοινωνία οι δολοφονίες γυναικών, που συνήθως διαπράττονται από νυν ή πρώην συντρόφους ή αρσενικά μέλη της οικογένειάς τους. Τους πρώτους 7 μήνες του 2022 είχαμε 12 γυναικοκτονίες. Μέσα στον Αύγουστο διαπράχθηκαν άλλες τρεις με τελευταία τον Σεπτέμβριο, όπου είχαμε την διπλή δολοφονία μητέρας και παιδιού. Ανά τον κόσμο, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ δολοφονούνται κατά μέσο όρο 137 γυναίκες κάθε μέρα, απλά επειδή είναι γυναίκες. Άξιο απορίας είναι το ότι μετά από όλα αυτά υπάρχει ακόμα έντονος διάλογος για το εάν πρέπει ή όχι να κατοχυρωθεί ο όρος γυναικοκτονία.

 Το φεμινιστικό και γυναικείο κίνημα τα τελευταία χρόνια αγωνίζεται ώστε να κατοχυρωθεί ο όρος γυναικοκτονία στον ελλαδικό χώρο, τόσο κοινωνικά όσο και νομικά. Ο όρος αυτός υποδηλώνει την ανθρωποκτονία γυναικών από άνδρες, επειδή είναι γυναίκες. Οι γυναικοκτονίες δεν είναι δυστυχώς ένα καινούριο φαινόμενο, αλλά είναι μια συνθήκη που λάμβανε χώρα στον ελλαδικό χώρο διαχρονικά. Οι γυναικοκτονίες όμως βαφτίζονταν εγκλήματα πάθους- εγκλήματα τιμής- εγκλήματα αντιζηλίας- οικογενειακές τραγωδίες, με τα θύματα πάντα να είναι γυναίκες. Η δημόσια έκταση που έπαιρναν αυτές οι δολοφονίες ήταν συνήθως μικρή και «φυλασσόταν» ως κοινό μυστικό εντός των κλειστών κοινωνιών σε πόλεις και χωριά. Πλέον προκύπτει επιτακτική ανάγκη να καθιερωθεί ο όρος γυναικοκτονία έτσι ώστε τα εγκλήματα αυτά όχι μόνο να οριοθετηθούν νομικά, αλλά και να αντιμετωπιστούν αυτές οι δολοφονίες ως ένα ξεκάθαρο κοινό φαινόμενο, να καταγραφούν οι δολοφονίες και να γίνει ορατή η έκταση του φαινομένου αυτού. Να εντοπιστούν τα αίτια που οδηγούν στα αποτρόπαια αυτά εγκλήματα εις βάρος των γυναικών και να ληφθούν μέτρα για την αποτροπή τους.

Οι λόγοι που οδηγούν  στα εγκλήματα αυτά μπορεί να ποικίλουν, η ρίζα τους όμως είναι κοινή.  Μιλάμε για την κορύφωση της κοινωνικά ανεκτής βίας, που προκύπτει από την νοοτροπία της αντρικής υπεροχής και της αντίληψης των γυναικών ως κτήμα. Η μια περίπτωση γυναικοκτονιών είναι η δολοφονία των γυναικών από τους συντρόφους τους, πρώην ή νυν. Τις περισσότερες φορές οι σχέσεις τους είναι ήδη κακοποιητικές είτε με σωματική είτε με ψυχολογική βία. Βία η οποία κορυφώνεται καταλήγοντας στη γυναικοκτονία, όταν οι γυναίκες αποφασίζουν να απεμπλακούν από αυτήν την σχέση. Όσον αφορά τον αντίλογο, που μιλά για «κοινές δολοφονίες» στις σχέσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι το 40% των γυναικών που έχουν δολοφονηθεί, έχουν χάσει τη ζωή τους από τα χέρια των συντρόφων τους, ενώ μόλις το 6% ήταν οι άντρες θύματα των γυναικών τους. Μια ακόμη συχνή αιτία γυναικοκτονίας, είναι αυτή που έχει ως κίνητρο την σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο θύτης επιλέγοντας τυχαία τα θύματά του, ακολουθεί το μοτίβο του βασανισμού και έπειτα της δολοφονίας του θύματος. Επίσης δεν είναι λίγες οι γυναίκες που δολοφονούνται για λόγους «τιμής». Ακόμα και στις μέρες μας δεν είναι λίγες οι γυναικοκτονίες που διαπράττονται από τα αρσενικά μέλη της οικογενείας επειδή θεώρησαν ότι το θύμα έχει ατιμάσει την οικογένειά της με τις επιλογές της (π.χ. η επιλογή συντρόφου που μπορεί να είναι  άτομο άλλης εθνικότητας, τάξης ή του ίδιου φύλου), όπως συνέβη με την Αγγελική Πέτρου στην Κέρκυρα, την οποία ο πατέρας της δολοφόνησε επειδή είχε ερωτική σχέση με αλλοδαπό. Λιγότερο ορατές είναι οι γυναικοκτονίες που διαπράττονται  στα πλαίσια του οργανωμένου εγκλήματος και της εμπορίας γυναικών, οι οποίες δεν φτάνουν ποτέ στο φως της δημοσιότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις πελάτες ή μαστροποί δολοφονούν τα θύματά τους όταν δεν καλύπτονται οι ανάγκες τους, αντιμετωπίζοντάς τες ως «εμπόρευμα». Με την ίδια λογική, βλέποντας δηλαδή τη γυναίκα ως αντικείμενο προς χρήση, οι μητέρες δολοφονούνται από τους γιούς τους στα πλαίσια της πατριαρχίας, επειδή θεωρούν πως δεν ανταποκρίνονται στο ρόλο που τους έχει αποδοθεί ως «φροντίστρια/ τροφός». Τέλος, ένα από τα πιο συχνά και αποτρόπαια εγκλήματα πολέμου είναι οι βασανισμοί και οι δολοφονίες γυναικών κατά τις ένοπλες συγκρούσεις/συρράξεις, οι οποίες ως στόχο έχουν όχι μόνο τα ίδια τα θύματα καθαυτά, αλλά αποτελούν και ένα μέσο τιμωρίας και ατίμωσης των αντρών εχθρών.

Ποια είναι όμως η στάση της κοινωνίας σε αυτά τα εγκλήματα κατά των γυναικών; Αυτό που γίνεται συνήθως είναι να προκαλείται ένα αρχικό σοκ και  αποτροπιασμός για το έγκλημα. Έπειτα ξεκινά να δουλεύει ο μηχανισμός κατηγοριών, ο οποίος κατευθύνεται όχι μόνο απέναντι στον δράστη, αλλά ακόμα και απέναντι στα ίδια τα θύματα ή  και στα συγγενικά τους πρόσωπα. Δυστυχώς, ήταν αρκετές οι περιπτώσεις στις οποίες με άμεσο ή έμμεσο τρόπο κατηγορήθηκε το ίδιο το θύμα για την κατάληξη του, με την αβίαστη έκφραση απόψεων όπως «γιατί δεν έφυγε νωρίτερα;», «μήπως κι εκείνη τον προκάλεσε με την συμπεριφορά της;», «γιατί επέλεξε να συνάψει σχέσεις  μ’ αυτόν τον άνθρωπο;», «τι δουλειά είχε να γυρνά μόνη της τέτοια ώρα;», «γιατί ήταν σ’ αυτό το μέρος;» ,  «γιατί φορούσε αυτά τα ρούχα;» και ούτω καθεξής.  Τέτοιες απόψεις εμπεριέχουν τον μισογυνισμό που γεννά η πατριαρχία, η οποία  πάντα θα προσπαθεί να δημιουργεί ευθύνες και ενοχές στις γυναίκες , ώστε να μπορεί να τις ελέγχει και να τις καταπιέζει ηθικά, οικονομικά, και σωματικά. Σε αυτό τον κύκλο κατηγοριών η κοινωνία εμπλέκει πολλές φορές ακόμα και τις θηλυκές μορφές  της οικογένειας του δράστη, κατηγορώντας συνήθως τις μητέρες των δραστών, με το σκεπτικό ότι οι ίδιες φταίνε που «δεν μεγάλωσαν σωστά τους γιούς τους», που «δεν τους έμαθαν να σέβονται τις γυναίκες» και ότι εκείνες ευθύνονται για την κακοποιητική συμπεριφορά τους. Σύνηθες είναι πλέον να βλέπουμε συνθήματα του τύπου «μητέρες μορφώστε τους γιούς σας», με την «μόρφωση» να αποτελεί άλλη μια ευθύνη που βαραίνει  εξ ολοκλήρου τις γυναίκες.

Για να δούμε όμως τι γίνεται και με την κρατική διαχείριση των καταγγελιών που καταθέτουν πολλές φορές τα θύματα, πριν την γυναικοκτονία τους.  Αυτός ο ιστός τον οποίο πλέκουν δικαστήρια-αστυνομία-ΜΜΕ δεν λειτουργεί για να προστατέψει τις θηλυκότητες. Τα παράβολα για ασφαλιστικά μέτρα αγγίζουν εξωφρενικά ποσά ενώ στη πράξη δεν προσφέρουν καμία ουσιαστική προστασία. Οι καταγγελίες για κακοποιήσεις καταλήγουν στα συρτάρια αρχείων των δικαστικών αρχών, ενώ οι θύτες δέχονται μόνο μια επίπληξη, χωρίς ουσιαστικά να αναλαμβάνει κάποια κρατική αρχή την αναμόρφωση του θύτη και την προστασία της επιζώσας. Παράλληλα, θηλυκότητες που απευθύνθηκαν σε τοπικά αστυνομικά τμήματα για την προστασία τους από τους θύτες αλλά και για καταγγελία των θυτών τους  δεν βρήκαν καμία απολύτως στήριξη. Ας μην ξεχάσουμε και την περίπτωση της γυναικοκτονίας της 41χρονης Ελεονόρας στην Ζάκυνθο, που στις 21:00 κατήγγειλε τον σύζυγό της για ενδοοικογενειακή βία στο αστυνομικό τμήμα  και στις 22:30 γύρισε σπίτι της, όπου και ο δράστης τη δολοφόνησε.  Όσον αφορά το ρόλο των ΜΜΕ, αυτά, λειτουργώντας ως «πλυντήρια», δίνουν βήμα σε κάθε είδους σεξιστή να εκφράζει απόψεις προσβλητικές και επικίνδυνες, όπως έγινε τον Ιούνιο του 2021 με την γυναικοκτονία της Καρολάιν , όταν ο Μπαλάσκας, ένας μπάτσος που συχνά σουλατσάρει στα ΜΜΕ, βρέθηκε να δίνει οδηγίες στους επίδοξους  γυναικοκτόνους για το πώς να γλιτώσουν χρόνια φυλάκισης μετά από μια γυναικοκτονία.

Τέλος, θα θέλαμε να επισημάνουμε το έντονα ταξικό πρόσημο που υπάρχει στις  περιπτώσεις κατά τις οποίες μια γυναίκα δεν έχει την οικονομική ανεξαρτησία για να μεγαλώσει τα παιδιά της, κάτι που πολλαπλασιάζει την δυσκολία του να καταφέρει να δραπετεύσει από την κακοποιητική σχέση. Δεν είναι λίγες εκείνες οι ιστορίες θηλυκοτήτων, που οι κακοποιητές τους δεν τους επιτρέπουν να εργασθούν. Έτσι, δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο η θέση των θυμάτων, τα οποία δεν έχουν την δυνατότητα ούτε να προσφύγουν στην δικαιοσύνη, ούτε να απομακρυνθούν από την κακοποίηση.

  • Είναι σημαντικό να κατοχυρωθεί πρωτίστως κοινωνικά αλλά και νομικά ο όρος γυναικοκτονία, ώστε να αναγνωριστεί ως ξεχωριστό αδίκημα η θανάτωση γυναικών ως αποτέλεσμα έμφυλης βίας και να οριοθετηθεί νομικά το έγκλημα. Δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι η μεγαλύτερη ποινή θα αποτρέψει τις γυναικοκτονίες, αλλά είναι σημαντικό να διαδοθεί το μήνυμα ότι η βία κατά των γυναικών δεν είναι αποδεκτή και δεν μένει ατιμώρητη. Επίσης, με την καθιέρωση του όρου μπορούμε να εστιάσουμε περισσότερο στην πρόληψη, ενημέρωση και καταπολέμηση της έμφυλης βίας.
  • Η κακοποίηση και η βία επαναλαμβάνονται, οι κακοποιητές συνήθως δεν σταματούν στη μία φορά. Αυτό που παρατηρείται είναι η κλιμάκωση στη βία, η οποία μπορεί να ξεκινήσει από «αθώα» στερεότυπα με βάση το φύλο και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, να εξελιχθεί σε λεκτική/ψυχολογική βία -πολλές φορές και μέσω εκφοβισμού του θύματος- έπειτα σε σωματική βία και σεξουαλική κακοποίηση και να φτάσει έως την γυναικοκτονία. Για εμάς έχει σημασία να αντιμετωπίσουμε την έμφυλη βία  από τη βάση της, από τις βαθιά δηλαδή εδραιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις που έχουν ενσταλαχτεί στην κοινωνία. Για την αποτροπή αυτών των εγκλημάτων εμείς θεωρούμε πως κρίνεται απαραίτητη η ανάλυση της διάστασης των έμφυλων ρόλων στην καθημερινή ζωή και η προσπάθεια να καταρρίψουμε όλα τα έμφυλα πρότυπα, που θέτουν τις θηλυκότητες σε δεύτερη μοίρα και τους άντρες στο κέντρο της εξουσίας.
  • Οι γυναίκες οι οποίες δολοφονούνται, διανύουν μια μακρά διαδρομή καταπίεσης, πριν γίνουν θύματα  στο τελευταίο σκαλί μιας πυραμίδας βίας. Για να αποτρέψουμε το να γίνουν ένας αριθμός στη λίστα με τις δολοφονημένες γυναίκες, κρίνουμε αναγκαία τη δημιουργία και ύπαρξη δομών που θα προστατέψουν τις θηλυκότητες που έχουν βιώσει κακοποίηση. Οι δομές αυτές θα έπρεπε να περιλαμβάνουν ξενώνες φιλοξενίας, συμβουλευτικά κέντρα -τόσο για τις ίδιες όσο και για τα παιδιά τους- αλλά και να προνοήσουν για την ένταξη της κάθε επιζώσας  στην αγορά εργασίας ή την οικονομική τους στήριξη.
  • Σε αυτό το σημείο θα θέταμε ως στόχο την συλλογικοποίηση των θηλυκοτήτων, είτε σε ομάδες γυναικών, είτε σε φεμινιστικές συλλογικότητες. Η ύπαρξη αυτών των μορφωμάτων θα μπορέσει τόσο να στηρίξει θηλυκότητες που έχουν υποστεί έμφυλη βία, όσο και στην καταπολέμηση της βίας αυτής. Μέσω της συλλογικοποίησης οι θηλυκότητες ενδυναμώνονται και οχυρώνονται απέναντι στην καθημερινή επίθεση που βιώνουν από το κράτος, το κεφάλαιο και την πατριαρχία. Η αποδόμηση της πατριαρχικής κοινωνίας θα γίνει μέσω του προσδιορισμό των καταπιέσεων που βιώνουμε και την μορφή που αυτές λαμβάνουν στην καθημερινή ζωή , καθώς και μέσω των συλλογικών αγώνων μας. Η αποτροπή των γυναικοκτονιών θα γίνει εφικτή μέσω της κατάρριψης των έμφυλων ρόλων που έχει ορίσει η κάθε είδους εξουσία -κρατική ή θρησκευτική- και μέσω της χειραφέτησης των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.

Λίγα λόγια για τις καταγγελίες

Με την έναρξη του κινήματος #me too στην Ελλάδα άνοιξε ένας κύκλος καταγγελιών που αφορούσαν κακοποιητικές συμπεριφορές (λεκτική, ψυχολογική, σωματική βία), περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης και παρενόχλησης. Οι καταγγελίες αφορούσαν από σημαντικούς παράγοντες του αθλητισμού, θεάτρου, πολιτικής, μέχρι ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Για πρώτη φορά είδαμε ότι οι φωνές των θυμάτων μπορούσαν να ακουστούν, παρά την έντονη προσπάθεια των συντηρητικών αλλά και όσων δεν τους βόλευε κάτι τέτοιο να τις κάνουν ξανά να σωπάσουν. Για πρώτη φορά τα επιζώντα άτομα παίρνοντας δύναμη το ένα από το άλλο άρχισαν να μιλάνε για τα βιώματα τους, να στέκονται αποφασιστικά απέναντί στους κακοποιητές τους και να προβαίνουν σε καταγγελίες είτε νομικές, είτε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είτε στα πλαίσια κοινοτήτων, κ.α. Ως κοινωνία, αφού πρώτα τάχα δεν γνωρίζαμε για όλα αυτά και σοκαριστήκαμε, έπειτα αρχίσαμε να αποκτάμε άποψη και να παίρνουμε θέση. Άλλοι σταθήκαμε με τις επιζήσαντες/ τα επιζήσαντα και άλλοι άρχισαν τα: «γιατί τώρα», «έλα που δεν το ήθελε», «γιατί δεν έφυγε», «τι νόημα έχουν όλα αυτά» και άλλες πολλές εμετικές θέσεις που έχουμε ακούσει ουκ ολίγες φορές.

Έχοντας τα παραπάνω κατά νου αξίζει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά ορισμένα ζητήματα όπως τα θετικά που μπορούν να προκύψουν από μία καταγγελία, καθώς και τις δυσκολίες που καλείται το καταγγέλον άτομο να αντιμετωπίσει.

Ρόλος/στόχος καταγγελίας

Ένα από τα σημαντικότερα θετικά που μπορεί να προκύψει από μία καταγγελία είναι ότι μόνο και μόνο η διαδικασία του μοιράσματος ενός βιώματος μπορεί να έχει θεραπευτικό χαρακτήρα. Το μοίρασμα είναι πολύ σημαντικό κομμάτι καθώς συχνά τα άτομα που βρίσκονται σε κακοποιητικά περιβάλλοντα είναι απομονωμένα είτε λόγω χειρισμών του θύτη, είτε λόγω εξωτερικών παραγόντων. Η καταγγελία μπορεί να βοηθήσει να σπάσει η αίσθηση απομόνωσης καθώς δημιουργείται η ευκαιρία να δεχτεί το άτομο στήριξη. Επίσης, είναι συχνό άτομα που υφίστανται προβληματικές συμπεριφορές να πείθονται ότι φταίνε τα ίδια για αυτές, ότι τις προκαλούν ή ακόμα και ότι τις αξίζουν. Το να σπάσει κάποια/ο τη σιωπή σημαίνει ότι αναγνωρίζει πλέον ότι δεν πρέπει να κατηγορεί τον εαυτό της/του για τις συμπεριφορές/πράξεις κάποιου άλλου. Ταυτόχρονα, η καταγγελία είναι μία πρώτη μορφή ανάληψης δράσης απέναντι σε προβληματικές1 συμπεριφορές οπότε μπορεί να λειτουργήσει θετικά σε ένα πλαίσιο ενδυνάμωσης.

Ένας ακόμα πολύ σημαντικός ρόλος των καταγγελιών είναι ότι η δημοσιοποίηση τους μπορεί να βοηθήσει άλλα άτομα, αφενός σπάζοντας και σε εκείνα την αίσθηση της απομόνωσης δείχνοντας ότι υπάρχουν κι άλλα άτομα που ζουν ανάλογες καταστάσεις και αφετέρου προσφέροντας τα εργαλεία για αναγνώριση προβληματικών συμπεριφορών. Η αναγνώριση των συμπεριφορών αν γίνει από τα άτομα που τις υφίστανται μπορεί να τα βοηθήσει να απεγκλωβιστούν από ένα βλαπτικό περιβάλλον. Είναι παράλληλα πιθανό μια καταγγελία να σταθεί αφορμή ώστε άτομα με ροπή προς βλαπτικές συμπεριφορές να τις αναγνωρίσουν και να προσπαθήσουν να τις αποβάλουν/εξαλείψουν, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αποκτά πιο οξυμένα αντανακλαστικά και ο περίγυρος.

Στις περιπτώσεις δε που η καταγγελία πραγματοποιείται κατονομάζοντας τον θύτη, αυτή αποτελεί και μία προειδοποίηση σε επόμενα πιθανά θύματα συντελώντας με αυτόν τον τρόπο σε μια κατεύθυνση προστασίας τους.

Οι καταγγελίες επίσης ήταν αυτές που έφεραν διάφορα προβλήματα που πηγάζουν από την πατριαρχία στη δημόσια σφαίρα. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να κάνουμε μία σημαντική παρένθεση. Πίσω από κάθε περιστατικό έμφυλης βίας, από την λεκτική και σωματική παρενόχληση, τη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, την παραβίαση ή ακόμα και τη γυναικοκτονία μπορούν να βρεθούν οι ίδιες παθογένειες που οδήγησαν σε αυτά. Είναι η αντίληψη ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι φροντιστικές, υπομονετικές και υπάκουες, ότι υπάρχουν για να καλύπτουν τις ανάγκες των άλλων. Είναι το ότι οι “άντρες δεν κλαίνε” και ότι η επιτυχία τους εξαρτάται από το πόσες ερωτικές κατακτήσεις έχουν. Είναι η ίδια η νοοτροπία της κτήσης μιας γυναίκας λες και είναι αντικείμενο και η αντίληψη της ατίμωσης εάν δεν είναι “πιστή” ή δεν υπακούει τις εντολές. Είναι όλα τα στερεότυπα που μας έχουν επιβάλλει από την κούνια ως προς τους έμφυλους ρόλους και τη σεξουαλικότητα. Εν ολίγοις, είναι η πατριαρχία. Αυτό είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας να γίνει αντιληπτό, γιατί μόνο τότε θα μπορέσει να αλλάξει η κατάσταση. Γυρνώντας λοιπόν στο ρόλο των καταγγελιών, είδαμε ότι η συχνή ανάδειξή τους  κοινωνικά, μεταξύ άλλων σε ΜΜΕ και social media, έχει συντελέσει στο να συζητάει όλο και παραπάνω κόσμος για τα παραπάνω θέματα. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι από όταν άρχισαν να δημοσιοποιούνται καταγγελίες γεννήθηκαν πολλές παραπάνω φεμινιστικές ομαδοποιήσεις ενώ η συζήτηση έχει ανοίξει και ανάμεσα σε άντρες (που βρίσκονται συχνότερα στο ρόλο του θύτη).

Στον αντίποδα των παραπάνω θετικών επιδράσεων να σημειώσουμε ότι παρατηρούμε ότι όσο πιο έντονα αναδεικνύονται έμφυλα ζητήματα, τόσο πιο πεισματικές και οπισθοδρομικές γίνονται οι αντιδράσεις (ενδεικτικά: γιατί λέμε γυναικοκτονία για φόνους γυναικών και όχι ανδροκτονία για φόνους αντρών, μόνιμη δυσπιστία απέναντι σε εξιστορήσεις γυναικών, δυσφορία σε συζητήσεις όταν προσπαθεί κάποιο άτομο να αναδείξει τις επιρροές της πατριαρχίας σε καταστάσεις, απαγόρευση αμβλώσεων κ.α). Παράλληλα, οι αντιδράσεις αυτές που στρέφονται απέναντι στις θηλυκότητες που εναντιώνονται στους καταπιεστές τους καθώς και το γεγονός ότι συχνά οι θύτες (γυναικοκτόνοι, βιαστές, παιδοβιαστές, κακοποιητές) τη βγάζουν καθαρή, ενδέχεται να δρα ενθαρρυντικά στους όμοιούς τους καθώς πιστεύουν  ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν.

Ποιές οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το άτομο που προβαίνει σε καταγγελία;

Καταρχάς, η έκθεση ενός επώδυνου βιώματος στη δημόσια σφαίρα είναι ιδιαίτερα επίπονη και αποτελεί τεράστια έκθεση της προσωπικής ζωής. Το άτομο που επεξεργάζεται να βγάλει καταγγελία γνωρίζει εκ των προτέρων ότι για πολύ καιρό η καταγγελία αυτή θα το χαρακτηρίζει, ότι πολλοί θα θεωρούν ότι αυτά που ειπώνονται είναι ψέματα ή υπερβολές ( ένα κλασσικό στερεότυπο της πατριαρχίας είναι αυτό που θέλει τις γυναίκες υστερικές, υπερβολικές, ψεύτρες), ενώ άλλοι θα το μεταχειρίζονται ως θύμα προς λύπηση που χρειάζεται να του πουν τι να κάνει γιατί δεν το θεωρούν αρκετά ισχυρό ώστε να πάρει μόνο του αποφάσεις για τη ζωή του.

Η δυσπιστία που υπάρχει στην κοινωνία μπορεί να οδηγήσει σε περίεργα μονοπάτια. Μπορεί το άτομο που καταγγέλλει βία να βρεθεί κατηγορούμενο, ακόμα και να αυξηθεί η απειλή απέναντί του. Ανεξάρτητα από το είδος της καταγγελίας και την οδό που θα επιλεχθεί για να κινηθεί το ζήτημα συχνά η έμφυλη βία είναι πολύ δύσκολο να έχει χειροπιαστές αποδείξεις και καθώς τα περισσότερα περιστατικά γίνονται απουσία μαρτύρων είναι πολύ εύκολο να αμφισβητηθούν όσα καταγγέλλονται. Επιπλέον, ένα τεράστιο φάσμα έμφυλης βίας αποτελεί η ψυχολογική βία (εκφοβισμός, υποτίμηση, να σε βγάζουν τρελή/ό κλπ) κάτι που είναι ακόμα πιο δύσκολο να αποδειχθεί. Ακόμα όμως και σε περιπτώσεις βιασμών, ή σωματικής βίας η ίδια η διαδικασία στην οποία πρέπει να υποβληθεί κάποια/ο είναι επίπονη και συντελεί στον επανατραυματισμό. Ενδεικτικά, αν επιλεχθεί νομική οδός για την καταγγελία ενός βιασμού, είναι απαραίτητο να μην κάνει μπάνιο μέχρι να πραγματοποιηθεί ιατροδικαστική εξέταση η οποία συχνά καθυστερεί για μέρες. Όσον αφορά τη θεσμική οδό οι δυσκολίες είναι ακόμα μεγαλύτερες καθώς δεν υπάρχουν επαρκείς δομές/διαδικασίες για την προστασία ενώ οι περισσότερες κινήσεις (πέρα από αναποτελεσματικές για την προστασία) απαιτούν και την οικονομική ευχέρεια, κάτι που γίνεται ακόμα πιο εμφανές αν μια υπόθεση καταλήξει στα δικαστήρια.

Σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας τίθεται και το ζήτημα τι θα απογίνουν τα παιδιά, ειδικά σε αυτήν την περίοδο όπου είναι ψηφισμένος ο νόμος για τη συνεπιμέλεια. Αν φύγει μια γυναίκα και πάρει μαζί της τα παιδιά μπορεί να κατηγορηθεί για απαγωγή, ενώ το να τα αφήσει με τον κακοποιητή της τα αφήνει σε κίνδυνο.

Τα πράματα είναι ακόμα πιο δύσκολα όταν τα άτομα που υφίστανται κακοποίηση υφίστανται κι άλλες καταπιέσεις πέρα από τις έμφυλες, όπως οι μετανάστριες, οι τοξικοεξαρτημένες, οι φτωχές, οι κρατούμενες, οι σεξεργάτριες/θύματα trafficking, trans άτομα κ.α..  Τις περισσότερες περιπτώσεις δεν αναδεικνύονται καν οι ιστορίες τους, ενώ ακόμα κι αν ακουστούν έρχονται αντιμέτωπες/α με ακόμα πιο έντονη δυσπιστία, ενώ συχνά η δεινή τους θέση τις/τα αναγκάζει να μένουν με τους καταπιεστές τους. Για αυτό άλλωστε και παρατηρούνται κακοποιητικές/παραβιαστικές συμπεριφορές απέναντί σε διπλά καταπιεσμένες θηλυκότητες. Επομένως είναι πολύ σημαντικό σε όσους αναρωτιούνται “γιατί δε μίλησε, γιατί δεν έφυγε νωρίτερα” να αναρωτιούνται πρώτα αν υπήρχαν οι συνθήκες για να το κάνουν και σε 2ο βαθμό να αναρωτηθούν αν οι ίδιοι έχουν συντελέσει στο να γίνουν ευνοϊκότερες οι συνθήκες ώστε την επόμενη φορά να καταφέρει κάποια/ο να φύγει “νωρίς”.

Να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα οδηγούν στην προστασία και ενδυνάμωση των επιζώντων ατόμων και όχι στον επανατραυματισμό τους.

Να ενθαρρύνουμε τα άτομα που βιώνουν κακοποίηση ή βρίσκονται σε κακοποιητικό περιβάλλον, να απεμπλακούν από τους κακοποιητές τους όταν νιώσουν τα ίδια έτοιμα.

Όλες/ όλα/ όλοι μαζί να γίνουμε το ανάχωμα στην επέλαση της πατριαρχίας, του κράτους και του καπιταλισμού.

Στεκόμαστε δίπλα σε κάθε επιζών/επιζώσα έμφυλης βίας.

 

1. προβληματικό-βλαπτικό περιβάλλον/συμπεριφορές μπορεί να αναφέρεται σε πιεστικές, παρενοχλητικές, παραβιαστικές, κακοποιητικές συμπεριφορές/καταστάσεις.