Η 8η Μάρτη δεν είναι γιορτή αλλά ημέρα μνήμης, αγώνα και διεκδικήσεων
Πιάνοντας το νήμα των αγώνων των θηλυκοτήτων, από την πρώτη απεργία των εργατριών το 1804, μέχρι και σήμερα, οποιαδήποτε κατάκτηση μας είναι αποτέλεσμα αγώνων και οπισθοχώρηση της εξουσίας μπροστά σε αυτούς, γι’ αυτό οφείλουμε να συνεχίσουμε να αντιστεκόμαστε στην καταπίεση που επιβάλλουν η πατριαρχία, το κράτος και ο καπιταλισμός. Κάποιες από τις κατακτήσεις αυτές είναι αποτέλεσμα των απεργιών, των διαδηλώσεων και τη δημιουργία γυναικείων σωματείων από τη μεγάλη Βρετανία μέχρι τις ΗΠΑ. Είναι αποτέλεσμα του ξεσηκωμού και των μακροχρόνιων κινητοποιήσεων των εργατριών που εναντιώθηκαν στις άθλιες συνθήκες εργασίας και στην υποτίμηση των ζώων τους από τα αφεντικά. Παρόλα αυτά η εξουσία δεν σταμάτησε πότε να προσπαθεί να πάρει πίσω τις κατακτήσεις που κερδήθηκαν με αγώνες.
Ερχόμενα στο σήμερα, αποτελεί γεγονός ότι οι ζωές μας εξακολουθούν να μην έχουν σημασία για το κεφάλαιο και την εξουσία, με τρανά παραδείγματα τα εγκλήματα των Τεμπών και της Πύλου εντός ελλαδικού χώρου, με πολέμους και γενοκτονίες εκτός, κάνοντας τους αγώνες μας να είναι ακόμα πιο επίκαιρους και επιτακτικούς ενάντια στο σύστημα που γεννά πατριαρχία, θάνατο και εκμετάλλευση. Είναι η ακροδεξιά ρητορική και η νεοφιλελεύθερη πολιτική τους, που εγκολπώνονται στις κυβερνήσεις παγκοσμίως οι οποίες δεν διστάζουν να θυσιάζουν ακόμα και τις ζωές μας στον βωμό του κέρδους και να απειλούν τις κατακτήσεις μας, καθώς μας θέλουν συμμορφωμένες και πειθήνιες να εξυπηρετούμε τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Μια από τις κατακτήσεις που απειλείται στο σήμερα, και αφορά σημαντικούς αγώνες των θηλυκοτήτων, είναι το δικαίωμα στις αμβλώσεις. Μία κατάκτηση που ενώ την θεωρούμε δεδομένη τουλάχιστον μέχρι σήμερα στη χώρα μας, βλέπουμε ωστόσο να αμφισβητείται με νέους νόμους που θέτουν απαγορεύσεις τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ε.Ε. Νομοθεσίες που απειλούν την αυτοδιάθεση μας και ωθούν σε παράνομες και επικίνδυνες επεμβάσεις με αρνητικές συνέπειες στα σώματα και την ψυχική υγεία μας.
Η υποτίμηση της αυτοδιάθεσης, της ελευθερίας και της ζωής μας ολόκληρης γιγαντώνεται στα σώματα των θηλυκοτήτων με την υποκρισία του κράτους και των μηχανισμών του, που σε κάθε ευκαιρία ξεπλένει και συγκαλύπτει παιδοβιαστές, μαστροπούς, γυναικοκτόνους. Με εισαγγελείς που θεωρούν ότι ένα 12χρονο παιδί μπορεί να συναινέσει σε σεξουαλικές πράξεις. Με δικαστικούς που διώκουν θύματα trafficking. Με μπάτσους που δολοφονούν ρομά και μετανάστ(ρι)ες, που διώχνουν θύματα έμφυλης βίας από τα τμήματα και διατρανώνουν ότι συντελούν ενεργά στην εξάλειψη της έμφυλης βίας, επειδή έφτιαξαν …το panic button. Τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα όταν τα άτομα που υφίστανται κακοποίηση, υφίστανται κι άλλες καταπιέσεις πέρα από τις έμφυλες, όπως οι μετανάστριες, οι τοξικοεξαρτημένες, οι φτωχές, οι κρατούμενες, οι σεξεργάτριες, τα θύματα trafficking κ.α. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αναδεικνύονται καν οι ιστορίες τους, ενώ ακόμα κι αν ακουστούν έρχονται αντιμέτωπες/α με έντονη καχυποψία, ενώ συχνά η δεινή τους θέση τις/τα αναγκάζει να μένουν με τους καταπιεστές τους.
Επιπλέον, μέσα στη σύνθεση ενός δημόσιου χώρου που δεν χωρά οτιδήποτε θεωρούν ως περιθωριακό και «άλλο», τα υποκείμενα που φέρουν πολλαπλές ταυτότητες καταπίεσης εκτοπίζονται, αορατοποιούνται και δέχονται διαρκή υποτίμηση και βία. Πρόσφατο παράδειγμα η τρανσφοβική επίθεση στα δυο queer άτομα στην Αριστοτέλους, που μας δείχνει ότι ο δημόσιος χώρος δεν είναι μοιρασμένος σε όλους και όλα το ίδιο. Ένας ακόμα διαχωρισμός που έρχεται από τα πάνω ακούγοντας θεσμικούς φορείς να αναφέρονται και να αποδέχονται μόνο δύο φύλα και να ενισχύουν το αφήγημα της ετεροκανονικότητας, κανονικοποιώντας και διαχέοντας στην κοινωνία τη σεξιστική ρητορική, την τρανσφοβία και την ομοφοβία.
΄Όσο κι αν επιδιώκουν το κράτος και το κεφάλαιο, με διάφορα τεχνάσματα, να υποβιβάσουν το νόημα αυτής της 8ης Μάρτη και να το κάνουν μια ακόμα καπιταλιστική γιορτή «τιμώντας την καλή σύζυγο, την καλή μητέρα, την καλή νοικοκυρά», εμείς θα είμαστε εδώ για να αναδείξουμε το πραγματικό νόημα αυτής της ημέρας. Για εμάς η 8η Μάρτη αποτελεί ημέρα μνήμης και ταξικών αγώνων ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο.
Όλες/α μαζί αντιστεκόμαστε σε κάθε συστημική προσπάθεια υποβάθμισης των ζωών μας.
Να σταματήσουν οι εμφυλοκτονίες.
Να βάλουμε τέλος στην έμφυλη βία και καταπίεση.
Να προσδιορίζουμε εμείς τα ίδια το φύλο και την σεξουαλικότητα μας. Καμία ανοχή σε τρανσοφοβικές και ομοφοβικές επιθέσεις και συμπεριφορές.
Να σταθούμε δίπλα σε κάθε καταπιεσμένη μετανάστρια, σε κάθε καταπιεσμένη εργάτρια, σε κάθε επιζώσα έμφυλης κακοποίησης.
Να υψώσουμε ανάχωμα στις ορέξεις των εξουσιαστών για περισσότερη βία και εκμετάλλευση.
Να βάλουμε φρένο στον θάνατο που σπέρνουν κράτος και κεφάλαιο με τις πλάτες των ΜΜΕ.
Διεκδικούμε δημόσια, δωρεάν και ποιοτική υγεία και ελεύθερες και δωρεάν αμβλώσεις για όσα άτομα το επιθυμούν.
Αγωνιζόμαστε για μια κοινωνία όπου η αυτοδιάθεση του ατόμου θα είναι αυτονόητη, που η επιλογή διακοπής κύησης δε θα είναι κοινωνικά ενοχοποιημένη.
Να μην αφήσουμε τα θύματαtraffickingμόνα τους απέναντι στις αδηφάγες ορέξεις των κακοποιητών τους.
Απέναντι στο καθεστώς διαίρεσης που προσπαθεί να επιβάλλει η εξουσία αγωνιζόμαστε για έναν κόσμο αλληλεγγύης, ισότητας, ελευθερίας.
Έχουν περάσει δύο χρόνια από το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023, όταν η επιβατική αμαξοστοιχία Intercity 62 που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα-Θεσσαλονίκη συγκρούστηκε μετωπικά με εμπορική αμαξοστοιχία στα Τέμπη, με αποτέλεσμα 57 άνθρωποι να σκοτωθούν και να καούν ζωντανοί και δεκάδες να τραυματιστούν σοβαρά, ενώ υπάρχουν άτομα που παραμένουν αγνοούμενα. Τα θύματα αυτής της τραγωδίας ήταν άνθρωποι της κοινωνικής βάσης, οι εργαζόμενες και εργαζόμενοι στο τρένο, φοιτήτ(ρι)ες, μετανάστ(ρι)ες, εργάτ(ρι)ες. Αυτό που συνέβη στα Τέμπη δεν ήταν ούτε «η κακιά στιγμή», ούτε «ατύχημα», ούτε «ανθρώπινο λάθος», όπως πάσχισε να προεξοφλήσει η κυβέρνηση και τα συστημικά ΜΜΕ. Ήταν μία κρατική και καπιταλιστική δολοφονία που φανέρωσε με τον χειρότερο και πιο τραγικό τρόπο τη (μη) αξία που έχουν οι ζωές μας στον καπιταλισμό και πόσο εύκολα αναλώσιμες είναι στον βωμό του κέρδους και μπροστά στην αναλγησία κράτους και κεφαλαίου.
Συγκεκριμένα, το 2017 πραγματοποιήθηκε η εξαγορά της ΤΡΑΙΝΟΣΕ από τον ιταλικό όμιλο σιδηροδρόμων που στην συνέχεια μετονομάστηκε σε Hellenic train. Το ξεπούλημα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ ήταν μία υποχρέωση που επέβαλε το ΔΝΤ στα πλαίσια των δημοσιονομικών προσαρμογών της ελληνικής οικονομίας (διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Ακολούθησαν εγκληματικές ελλείψεις στον σιδηρόδρομο, ακόμη και στον βασικό άξονα Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Δίκτυο στο οποίο δεν λειτουργούσαν ενιαία η φωτοσήμανση , η τηλεδιοίκηση, το σύστημα ETCS. Η σύμβαση 717 για την εγκατάσταση συστημάτων σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης το 2014 με προϋπολογισμό 41.3 εκ. € και με ορίζοντα παράδοσης του έργου το 2016 επεκτάθηκε, το 2020 με υπογραφή υπ.Καραμανλή, έως το 2021 με επιπλέον 13.3 εκ €. Παρόλα αυτά η τηλεδιοίκηση δεν λειτουργούσε όταν έγινε η σύγκρουση των τραίνων στα Τέμπη και δεν έχει παραδοθεί μέχρι σήμερα. Παράλληλα ήταν-είναι ακόμα πραγματικότητα, η υποστελέχωση των σιδηροδρόμων, η βραχεία εκπαίδευση προσωπικού, η υπερεργασία και οι μη σταθερές σχέσεις εργασίας με σοβαρές συνέπειες στην εξουθένωση των εργαζομένων και την ασφάλεια επιβατών και εργαζομένων. Την ιδιωτικοποίηση σαφώς ακολούθησε και ο κατακερματισμός των αρμοδιοτήτων των εταιριών και του κράτους με αποτέλεσμα το να μην γίνεται σαφές ποιος είναι αρμόδιος για κάθε τι και ως προς την ανάληψη ευθυνών για σημαντικά θέματα, όπως φυσικά, αναφορικά και με το έγκλημα των Τεμπών.
Για τη δολοφονία στα Τέμπη είχαν προειδοποιήσει εργαζόμενες και εργαζόμενοι στο σιδηροδρομικό δίκτυο, ενώσεις και σωματεία καταγγέλλοντας το διαλυμένο δίκτυο του ΟΣΕ, τη χρόνια υποβάθμισή του, την άθλια κατάσταση των υποδομών, τη μη συντήρηση του δικτύου, την απουσία τηλεδιοίκησης. Οι προσπάθειες να αναδείξουν τον κίνδυνο για την ασφάλεια όλων, έμεναν χωρίς αντίκρισμα, καθώς είτε οι διαμαρτυρίες τους αγνοούνταν, απαξιώνονταν ως γραφικές ή/και καταστέλλονταν, με τις απεργίες τους να κηρύσσονται παράνομες από το κράτος. Σε αντίθεση φυσικά με την κυβέρνηση που το 2023 ρίχνοντας κροκοδείλια δάκρυα χρησιμοποίησε τα αντανακλαστικά της για να κατασκευάσει το αφήγημα του «ανθρώπινου λάθους» και να βρει τον αποδιοπομπαίο τράγο στο πρόσωπο του σταθμάρχη, ώστε να συσκοτίσει και να συγκαλύψει τις ευθύνες κράτους και αφεντικών. Συνεπείς υποστηρικτές της συγκάλυψης και αποσιώπησης του εγκλήματος των Τεμπών, τα συστημικά ΜΜΕ που μέχρι και σήμερα παρέμειναν συνεπή στη “δουλειά” τους, στηρίζοντας απροκάλυπτα τα αφεντικά τους (κράτος & κεφάλαιο). Ακόμη, μόλις λίγες μέρες μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα η περιφέρεια Θεσσαλίας προχώρησε σε «μπάζωμα» του τόπου και μεταφορά των καταλοίπων της σύγκρουσης αλλοιώνοντας τις αποδείξεις. Το επόμενο διάστημα μετά τη δολοφονία στα Τέμπη ακολούθησαν μαζικές και επανειλημμένες διαδηλώσεις και απεργιακές κινητοποιήσεις από χιλιάδες κόσμου, αλλά και καταλήψεις μαθητ(ρι)ών και φοιτητ(ρι)ών. Συλλογικό πένθος και οργή συμπορεύονται, βρίσκουν την έκφρασή τους στους δρόμους και αναδεικνύουν παρά την άγρια καταστολή με ξύλο και χημικά την επιτακτική ανάγκη οι ζωές μας να μην αφεθούν στα χέρια και τον έλεγχο της όποιας εξουσίας –είτε κρατικής είτε ιδιωτικής– που προσπαθεί να τις ορίσει, αλλά να αντιτεθούν στα κερδοσκοπικά συμφέροντα κράτους και κεφαλαίου.
Την Κυριακή 26/1/2025, αφού βγήκε στη δημοσιότητα το ηχητικό που αποδεικνύει τον θάνατο επιβατών λόγω της πυρκαγιάς που προκλήθηκε, καλέστηκε συγκέντρωση σε εκατοντάδες πόλεις εγχώρια αλλά και στο εξωτερικό, με κεντρικό σύνθημα “Δεν έχω οξυγόνο” από τον σύλλογο συγγενών θυμάτων των Τεμπών. Εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου στήριξαν τις διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα κατεβαίνοντας στον δρόμο ώστε να αποτελέσουν μια ιαχή που απαιτεί δικαίωση για την κρατική δολοφονία 57 ατόμων στον βωμό του κέρδους και της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων αγαθών. Η επίμονη συγκαλυπτική στάση των ΜΜΕ, που τόλμησαν να μιλήσουν για 20.000 κόσμου στη Θεσσαλονίκη, και για 30.000 κόσμου στην Αθήνα, γεννά μόνο οργή, καθώς για τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα μιλάμε με βεβαιότητα για πάνω από 100.000 με 150.000 κόσμου και στη Θεσσαλονίκη για πάνω από 80.000 με 100.000. Η κοινωνία ήταν εκεί, και γνωρίζει πολύ καλά πως τα ΜΜΕ, το κράτος και το κεφάλαιο λένε ψέματα.
Για τον λόγο αυτό, δεν πρέπει να σταματάμε να επισημαίνουμε τον ρόλο που έχουν διαδραματίσει μέχρι σήμερα τα συστημικά ΜΜΕ, αποσιωπώντας το ζήτημα των Τεμπών εδώ και δύο χρόνια, φτάνοντας εν τέλει στο σημείο, μη έχοντας άλλη επιλογή, να αλλάξουν στάση παίρνοντας υποτίθεται απόσταση από τη συγκάλυψη που συντελείται και αναδεικνύοντας τις παραλείψεις προσώπων της κυβέρνησης, δίνοντας φυσικά έμφαση μόνο στο παράνομο φορτίο και όχι στις ευρύτερες και βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στο έγκλημα των Τεμπών. Επιπλέον, η προώθηση ενός σκανδαλολογικού λόγου στον δημόσιο διάλογο λειτουργεί αποπροσανατολιστικά εξυπηρετώντας και πάλι τα συμφέροντα της κυβέρνησης και δίνοντας χώρο στον ακροδεξιό συνωμοσιολογικό λόγο. Δεν πρέπει να γελιόμαστε, γνωρίζουμε καλά ότι η τακτική των ΜΜΕ είναι συμφεροντολογική, προστατεύοντας πάντα τα συμφέροντα των κεφαλαιοιδιοκτητών τους και κάθε κυβέρνησης, έχοντας ως σκοπό τη διασφάλιση του ελέγχου της μετάδοσης πληροφοριών και απώτερο στόχο τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Ταυτόχρονα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης εργαλειοποιούν το έγκλημα των Τεμπών με στόχο τα εκλογικά ποσοστά .
Η κυβέρνηση λέει ψέματα ακόμη και σήμερα με υποσχέσεις για αναβάθμιση των σιδηροδρόμων -αφού πρώτα σκότωσαν 57 ανθρώπους στο έγκλημα των Τεμπών- παρουσιάζοντας το ως μεμονωμένο περιστατικό και κατάσταση εξαίρεσης, με απόδοση ευθυνών σε εξιλαστήρια θύματα (σταθμάρχης) και μη αναλαμβάνοντας καμία πολιτική ευθύνη, προωθώντας ξεδιάντροπα το «ατυχές αυτό συμβάν» ως ευκαιρία αλλαγής και βελτίωσης της λειτουργίας των σιδηροδρόμων, όπως έλεγαν τις πρώτες ημέρες μετά από το έγκλημα- αφού παράνομα αλλοίωσαν τον τόπο του εγκλήματος και ακόμα υποτίθεται ότι ψάχνουν ποιος έδωσε την εντολή. Λένε ψέματα τη στιγμή που στα «μπάζα» της σύγκρουσης, όπου μεταφέρθηκαν αστραπιαία σε ιδιωτικό χώρο στον Ευαγγελισμό Λάρισας, έχουν βρεθεί πάνω από 100 ευρήματα οστών και βιολογικού υλικού. Λένε ψέματα όταν υπουργοί και τα μιντιακά τους υποχείρια- φερέφωνα, μιλάνε για μονταζιέρες στο οπτικοακουστικό υλικό που κυκλοφόρησε αποσπασματικά από την κλήση ενός θύματος στο 112 λέγοντας πως δεν έχει οξυγόνο, και προκλητικά με τον θρασύ φιλελεύθερο λόγο τους που μιλάει για τους αγώνες των συγγενών και των δικηγόρων τους αναφέροντας ότι αυτό που επιζητούν είναι αποζημιώσεις, μη σεβόμενοι ούτε τα αυτονόητα τόσο ως προς το πένθος αυτών των ανθρώπων όσο και τον αγώνα τους για απόδοση ευθυνών σε υψηλά ιστάμενους και αποκάλυψη ενός ολόκληρου διεφθαρμένου συστήματος. Χαρακτηριστική είναι και η χυδαία επίθεση που δέχεται η κα. Καρυστιανού η οποία έχει σαφείς σεξιστικές προεκτάσεις, μιας και από την μια της υποδεικνύουν ένα βουβό πένθος και από την άλλη τον τρόπο αμφίεσης μιας μάνας που έχασε το παιδί της. Ακόμη, αποποιούνται τις ευθύνες του κρατικού ελέγχου στο κεφάλαιο και τον ιδιωτικό τομέα – όπως άλλωστε δήλωσε ο Άδωνις Γεωργιάδης, το κράτος, είναι μόνο υπεύθυνο για τη θέσπιση νομοθεσιών και ελέγχου της εφαρμογής της νομιμότητας και όχι για την κρατική παρέμβαση στην παρανομία!
Λένε ψέματα αφού μιλάνε για ανάπτυξη τη στιγμή που καταστρέφουν τη δημόσια υγεία και εξοντώνουν χρόνια τώρα το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, μέσω των εξαντλητικών ωραρίων εργασίας, όταν ασθενείς περιμένουν σε λίστες χειρουργείων για χρόνια με την απάντηση της κυβέρνησης να είναι τα επί πληρωμή απογευματινά χειρουργεία, όταν νοσηλεύονται άνθρωποι σε διαδρόμους νοσοκομείων, όταν είναι αναγκαίο το προσωπικό και δεν γίνονται προσλήψεις, αφού επενδύουν το δημόσιο χρήμα στον πολεμικό προϋπολογισμό για τη συμμετοχή της χώρας σε γενοκτονίες και εγκλήματα, όπως της Πύλου και εκατοντάδες άλλα που έχουν γεμίσει το Αιγαίο με κορμιά μεταναστριών και μεταναστών. Λένε ψέματα υποβαθμίζοντας τις ζωές μας καθημερινά, με νομοσχέδια για τη νομιμοποίηση της 6ημερης εργασίας, και για τη δυνατότητα να εργάζεται ένα άτομο νόμιμα 16 ώρες την ημέρα, επειδή δεν του φτάνει ο μισθός για να ζήσει, διευκολύνοντας τα αφεντικά να πλουτίζουν στις πλάτες της εργατικής τάξης, όταν έχουμε ήδη 25 εργατικά δυστυχήματα για το 2025, όταν οι μπάτσοι επιτίθενται σφόδρα στις τελευταίες διαδηλώσεις της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο ,με τα ΜΜΕ να σβήνουν τις κάμερες μπροστά στην κτηνωδία που λέγεται αστυνομία. Λένε ψέματα ψηφίζοντας νομοσχέδια, όπως ο Νέος Ποινικός, με σκοπό την καταστολή και την αυστηροποίηση των ποινών επικαλούμενοι την «τάξη και την ασφάλεια» που οι ίδιοι διαρρηγνύουν καθημερινά. Λένε ψέματα κλείνοντας στη φυλακή αγωνιστές και αγωνίστριες χωρίς στοιχεία.
Λένε ψέματα για την προστασία των επιζώσων/επιζώντων έμφυλης βίας, των θηλυκοτήτων που είναι παγιδευμένα σε κυκλώματα trafficking με τη συναίνεση και τη συγκάλυψη του ελληνικού κράτους όπως την υπόθεση της 12χρονης από τον Κολωνό ή της Ε. από την Ηλιούπολη. Όπως τη δολοφονία της Κυριακής Γρίβα μπροστά από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων. Όπως τον βιασμό της 19χρονης μέσα στο Α.Τ. Ομόνοιας. Όπως τις τόσες γυναικοκτονίες που διαπράχθηκαν με την άρνηση της ΕΛ.ΑΣ. να προστατέψει τις επιζώσες που κατήγγειλαν -πολλές ή και δεκάδες φορές τους συζύγους τους για ενδοοικογενειακή βία. Συνεχώς ακούμε το αφήγημα πως το ζήτημα θα λυθεί μέσω της δικαιοσύνης και ότι γι’ αυτό είναι υπεύθυνη η δικαστική αρχή και όχι οι διαδηλωτές/τριες. Με αυτόν τον τρόπο τονίζεται ο υποτιθέμενος ανεξάρτητος ρόλος της δικαιοσύνης που καμιά σχέση δεν έχει με το κράτος και το κεφάλαιο σύμφωνα με τα λεγόμενά τους. Όμως εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά πως η αστική δικαιοσύνη είναι ταξική και όχι ανεξάρτητη, καθώς δεν αγωνιά για την απόδοση δικαιοσύνης σύμφωνα με τις ανάγκες των καταπιεσμένων αλλά πολλές φορές εμπλέκεται σε κυκλώματα διαφθοράς και προστασίας των προνομιούχων και πολιτικών προσώπων. Είναι η ίδια δικαιοσύνη που επανατραυματίζει τα επιζώντα έμφυλης βίας και τα μεταναστά στα δικαστήρια. Στην πραγματικότητα η δύναμη που έχουν οι από τα κάτω όταν απεργούν και συμμετέχουν σε πορείες είτε για τη διεκδίκηση αιτημάτων, είτε για την ανατροπή και αντίσταση στην ίδια την εξουσία, αποτελεί τρομακτική συνθήκη για το κράτος, το οποίο για να αυτοπροστατευτεί χρησιμοποιεί τους θεσμούς που το ίδιο ελέγχει, δικαστικές αρχές και αστυνομία.
Στις 26 Ιανουαρίου εμείς βρεθήκαμε στον δρόμο να φωνάξουμε για τις νεκρές, τους νεκρούς και τα νεκρά της τάξης μας, που σκοτώθηκαν στον βωμό του κέρδους. Και θα βρεθούμε ξανά στον δρόμο στις 28/02/2025 και για όσες ακόμη φορές χρειαστεί, για όλους τους αγώνες που έχουμε να δώσουμε. Και θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε από τα κάτω ,να οργανωνόμαστε στα σωματεία και τις συλλογικότητες, ώστε να συζητάμε και να διαμορφώνουμε τις αντιστάσεις μας απέναντι στις καταπιεστικές συνθήκες εργασίας, στις αυθαιρεσίες των αφεντικών, τον κατακερματισμό του χρόνου μας, την εργασιακή επισφάλεια και εκμετάλλευση από το κεφάλαιο και να φροντίζουμε να αναδεικνύουμε και να δημοσιοποιούμε συλλογικά τις αυθαιρεσίες κράτους και κεφαλαίου χωρίς φόβο. Η συμμετοχή μας σε απεργίες και η οργάνωση μας σε συλλογικότητες αποτελούν τη σαφή άρνηση μας να ζήσουμε μια ζωή υπηρετώντας τη συσσώρευση του κέρδους, διακινδυνεύοντας πολλές φορές και την ίδια τη ζωή μας. Λειτουργούν ως ανάχωμα στην επέκταση του κεφαλαίου σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας μας και απειλή για τους καταπιεστές μας.
Για εμάς δικαιοσύνη δεν σημαίνει μόνο η εκδίκαση των ενόχων. Δικαιοσύνη δεν είναι για εμάς μόνο η παραίτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ή της Νέας Δημοκρατίας ολότελα, και η αντικατάσταση αυτών με κάποιο άλλο κόμμα για να μας διοικεί και να διατηρεί και διαιωνίζει τις πολλαπλές καταπιέσεις που βιώνουμε καθημερινά. Το ζήτημα της αλλαγής για εμάς δεν περιορίζεται στα στενά όρια της αστικής «δημοκρατίας», αλλά αφορά την αλλαγή της ίδιας της άσκησης της πολιτικής ενάντια σε κράτος και καπιταλισμό αμφισβητώντας όλες τις σχέσεις εξουσίας που αυτά γεννούν. Δεν ζητάμε ένα καλύτερο κράτος, καθώς δεν ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι μέσα από την ανάθεση της ζωής μας σε θεσμούς και κάθε είδους εξουσίας θα έρθει ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Θέλουμε να έχουμε τις ζωές μας στα χέρια μας, χωρίς να περιχαρακώνονται από την πατριαρχία, το κράτος, το κεφάλαιο και κάθε εξουσία. Η αλλαγή της καθημερινότητάς μας μπορεί να υπάρξει μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες συλλογικοποίησης και οργάνωσης, όπου εμείς τα ίδια θα παίρνουμε αποφάσεις για τις ζωές μας. Το πολιτικό να γίνει ξανά πολιτικό με τους δικούς μας όρους. Ο κοινωνικός έλεγχος να είναι η απάντηση μας στις λογικές αποπολιτικοποίησης που το ίδιο το νεοφιλελεύθερο σύστημα προωθεί για να αποτρέπει την κοινωνική βάση από διεκδικήσεις και αντιστάσεις. Όπως συμβαίνει και με τα Τέμπη που η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της, αλλά και τα ΜΜΕ, αποκαλούν τις κινητοποιήσεις του κόσμου είτε ως αδικαιολόγητη οργή και καταπάτηση της δημοκρατίας (τους), είτε ως μία οργισμένη μάζα χωρίς προτάγματα που το μόνο που ζητά είναι εκδίκηση.
Οι από τα κάτω κινητοποιήσεις και ο ξεσηκωμός για την κρατική και καπιταλιστική δολοφονία στα Τέμπη χρειάζεται να συνενωθούν με όλους τους άλλους αγώνες που δίνονται σήμερα, διότι ο αγώνας είναι ένας, απέναντι στη γενικότερη υποτίμηση, απαξίωση και ευτελισμό των ζωών μας μέσα στη βίαιη πραγματικότητα που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Η συνεχιζόμενη φτωχοποίηση της κοινωνικής βάσης, η καταστολή, οι δολοφονίες μεταναστ(ρι)ών στα χερσαία και υδάτινα σύνορα και ο εγκλεισμός τους στα camps, η έμφυλη βία και οι γυναικοκτονίες, η ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της υγείας, της παιδείας, των μεταφορών, του ρεύματος, των τηλεπικοινωνιών, η εκμετάλλευση της φύσης και των ζώων, η κακοπληρωμένη εργασία, οι πλειστηριασμοί είναι αποτελέσματα διαπλεκόμενων καταπιεστικών συστημάτων με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωπα και με τα οποία συγκρουόμαστε.
Ενιαίος δημόσιος σιδηρόδρομος
Αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και διαβίωσης.
Να γίνει η λύπη μας οργή που θα γεμίσει τους δρόμους.
Να μην θρηνήσουμε άλλα θύματα από το χέρι του κράτους και του κεφαλαίου.
Να υψώσουμε τα δικά μας αναχώματα στη θανατοπολιτική τους.
ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΟΙ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ
Το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη δεν είναι “ατύχημα” αλλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της συστηματικής απαξίωσης των δημόσιων σιδηροδρομικών μεταφορών, του τεμαχισμού και της ξεπουλήματος των δημόσιων υποδομών σε ιδιώτες, δηλαδή τελικά η επικράτηση της λογικής του κέρδους έναντι της ασφάλειας και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ένοχοι για το έγκλημα είναι τόσο το πολιτικό προσωπικό που εφάρμοσε τις συγκεκριμένες πολιτικές όσο και οι εταιρείες που ενεπλάκησαν με κάθε τρόπο σε αυτή τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης.
Η Alstom, μεγάλη πολυεθνική εταιρεία που ασχολείται με έργα σιδηροδρομικών υποδομών παγκοσμίως και ταυτόχρονα είναι πασίγνωστη για την εμπλοκή της σε πλήθος υποθέσεων διαφθοράς στα έργα που αναλαμβάνει σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Ινδία, η Ινδονησία, η Πολωνία, η Σαουδική Αραβία και η Τυνησία. Η Alstom μαζί με την ΤΟΜΗ ΑΒΕΤΕ (θυγατρική 100% του Άκτορα, νυν Ελλάκτωρ) είχε υπογράψει τη σύμβαση 717 για την εγκατάσταση συστημάτων σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης το 2014 με προϋπολογισμό 41.3 εκ. € και με ορίζοντα παράδοσης του έργου το 2016. Όπως γίνεται συνήθως στις αναθέσεις μεγάλων έργων σε ιδιώτες, οι ανάδοχες εταιρείες δεν παρέδωσαν το έργο μέσα στον προκαθορισμένο χρόνο. Αντίθετα αρχίζουν να πιέζουν για επέκταση της σύμβασης με περισσότερα χρήματα, κάτι που καταφέρνουν το 2021 αποσπώντας επιπλέον 13.3 εκ €. Παρόλα αυτά η τηλεδιοίκηση δεν λειτουργούσε όταν έγινε η σύγκρουση των τραίνων στα Τέμπη και δεν έχει παραδοθεί μέχρι σήμερα.Σύμφωνα με έρευνα η Ευρωπαία Εισαγγελέας κατηγορεί για εγκληματικό σχεδιασμό τους Σταύρο Βλάχο (διευθυντή της Alstom),Δημήτρη Κούτρα (πρώην διευθυντή της Άκτωρ) και Αλέξανδρο Εξάρχου (επικεφαλής του ομίλου Intrakat-Άκτωρ).
Όλα αυτά βέβαια δε θα μπορούσαν να τα κάνουν οι εταιρείες χωρίς την άμεση συνέργεια του κράτους. Του ιδιου κράτους που βάζει το συμφέρον ιδιωτών πιο ψηλά από τις ανάγκες των από τα κάτω. Του ίδιου κράτους που πούλησε σε εξευτελιστικό ποσό την ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην Ferrovie Dello Stato Italiane -εταιρία γνωστή για τη σύνδεση της με μαφία- την οποία και επιδοτεί με ποσά μεγαλύτερα από το ποσό εξαγοράς. Του κράτους που όταν οι εργαζόμενοι προειδοποιούσαν για τα κενά ασφαλείας τα δικαστήρια έβγαζαν παράνομες τις απεργίες που προσπαθούσαν να πραγματοποιήσουν τα σωματεία τους. Για τη μη υλοποίηση της σύμβασης 717 ένοχοι είναι τόσο οι εταιρείες όσο και όλες οι κυβερνήσεις που πέρασαν από το 2014 μέχρι σήμερα.
Η κολοσσιαία επιχείρηση συγκάλυψης που επιχειρείται από την 28η Φλεβάρη μέχρι σήμερα είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της σύμπραξης κεφαλαίου και κράτους ενάντια στην κοινωνική βάση. Το επιτελικό κράτος κάνει ό,τι μπορεί να επιβάλει τον μαφιόζικο νόμο της σιωπής για να συγκαλυφθεί η συνενοχή του με το (νόμιμο και παράνομο) κεφάλαιο. Χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα παραρτήματά του (θεσμικά και μη) για να μείνουν ατιμώρητοι οι υπεύθυνοι της δολοφονίας 57 ανθρώπων στα Τέμπη. Καθεστωτικά ΜΜΕ, κοινοβούλιο, Εθνική Αρχή Διαφάνειας, Ελεγκτικό Συνέδριο, Άρειος Πάγος και λοιπές δικαστικές αρχές κάνουν ό,τι μπορούν για μην αποδοθεί δικαιοσύνη. Όμως η αγωνιζόμενη κοινωνία έχει αρχίσει να ορθώνει το ανάστημά της. Οι γονείς και συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών, οι εργαζόμενοι/ες, όλοι/ες οι καταπιεσμένοι/ες και εκμεταλλευόμενοι/ες θα φροντίσουμε πάση θυσία να αποδοθεί ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ με κάθε τρόπο.
Η ALSTOM ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΝΟΧΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΣΤΑ ΤΕΜΠΗ
ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΑΤΥΧΗΜΑ, ΗΤΑΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ – ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΙΔΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ
Rabbia Viola – Συλλογικότητα για τον Ελευθεριακό Φεμινισμό
Ελευθεριακή Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης
Οριζόντια Κίνηση – Για την Αναρχία και τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό
Μεσημέρι της 21ης Σεπτεμβρίου 2018. Οδός Γλάδστωνος, Ομόνοια. Ο Ζακ Κωστόπουλος, γκέι, οροθετικός, αγωνιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αρθρογράφος και ντραγκ περφόρμερ με το όνομα Zackie Oh, διακομίζεται νεκρός και δεμένος ακόμα με χειροπέδες από ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ χωρίς προσπάθεια ανάνηψης, μετά από σειρά άγριων χτυπημάτων από 2 πολίτες και 8-9 αστυνομικούς, τους οποίους παρακολουθούσαν δεκάδες περαστικοί.
Ο Ζακ είχε ξεκινήσει να φωνάζει βοήθεια από την Πατησίων, πριν στρίψει στη Γλάδστωνος. Στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος ο Ζακ προσπαθεί να εισέλθει στον φούρνο «Βενέτη» αλλά δεν του επιτράπηκε η είσοδος. Ζητώντας βοήθεια και ψάχνοντας καταφύγιο μπαίνει στο διπλανό κοσμηματοπωλείο. Εγκλωβίζεται. Βγαίνει στο πεζοδρόμιο μέσα από την τζαμαρία. Ακολουθεί ο ξυλοδαρμός του από τον ιδιοκτήτη, Ευάγγελο Δημόπουλο, και τον Θάνο Χορταριά, ιδιοκτήτη μεσιτικού γραφείου στη γειτονιά και γνωστό για τη σχέση του (μέλος και εκπρόσωπος τύπου) με την εθνικιστική οργάνωση «Πατριωτικό Μέτωπο».
Τον ξυλοκοπούν, με κλωτσιές, μέχρι που καταρρέει αιμόφυρτος, ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά της προθήκης. Οι περισσότεροι περαστικοί παρακολουθούν την επίθεση αμέτοχοι μέχρι την κατάρρευση του ενώ μόνο δύο άτομα προσπαθούν να σταματήσουν την επίθεση των Χορταριά και Δημόπουλου και ένα άτομο καλεί το ΕΚΑΒ. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς που κατέγραψαν την δολοφονία δεν άργησαν να πουλήσουν τα βίντεο σε διάφορα καθεστωτικά μέσα, επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν ανενόχλητοι την θανατοπολιτική τους. Στο σημείο φτάνουν τουλάχιστον 8 αστυνομικοί. Κατά την επέμβασή τους, ξυλοκοπούν και αυτοί, τον ήδη τραυματισμένο και πεσμένο στο έδαφος, Ζακ. Ακόμη, σαφή εμπλοκή είχε και ένας άνδρας με κίτρινη μπλούζα που φαίνεται να είναι πολύ κοντά στους αστυνομικούς κατά τη διάρκεια της επίθεσης τους και να τους μιλάει.
Μετά τη δολοφονία, σειρά παίρνουν τα ΜΜΕ, τα οποία του επιρρίπτουν ο,τι θεωρείται μεμπτό από το κυρίαρχο αφήγημα προκειμένου να κανονικοποίησουν τη τέλεση εγκλημάτων σε βάρος αυτών που φέρουν αυτά τα χαρακτηριστικά, που κρίνονται εν ολίγοις επικίνδυνα για τη «δημόσια τάξη και ασφάλεια». Ισχυρισμοί περί κλοπής, επήρειας ναρκωτικών και άλλα καταπίπτουν αμέσως. Δεν υπάρχουν πουθενά μέσα στο κατάστημα δακτυλικά αποτυπώματά του Ζακ, ούτε στην ταμειακή, ούτε σε κοσμήματα. Δεν βρέθηκαν ίχνη ναρκωτικών ουσιών σε καμία από τις εξετάσεις που ακολούθησαν. Το μόνο που βρέθηκε, ήταν τα δακτυλικά αποτυπώματα του μεσίτη πάνω σε μαχαίρι με το αίμα της Zackie.
Κράτος, ΜΜΕ και δικαστική αρχή είναι υπεύθυνοι για τη δολοφονία του Ζακ μετατρέποντας τον, επιπλέον, από θύμα σε θύτη, καλύπτοντας τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας του. Είναι γνωστό ότι οι θύτες έμφυλης και ρατσιστικής βίας αντιμετωπίζονται ανάλογα με το ταξικό και φυλετικό τους προφίλ. Τα ΜΜΕ προσπάθησαν να δικαιολογήσουν ηθικά τους «ευυπόληπτους» δολοφόνους τοποθετώντας τους σε θέση άμυνας απέναντι στο «επικίνδυνο περιθωριακό στοιχείο», καθώς παρουσίαζαν εμμονικά τον Ζακ ως «ληστή» και «πρεζάκι» για να κανονικοποιήσουν τη δολοφονία στη συνείδηση του κάθε Έλληνα νοικοκυραίου.
Ακόμη όμως και αν ήταν ληστής και «πρεζάκι» ποιος νομιμοποιεί το βασανισμό και το θάνατο του; Για μια φορά ακόμη έγινε φανερός ο ταξικός και εθνικοφυλετικός χαρακτήρας της δικαιοσύνης, καθώς αν οι θύτες ήταν μετανάστες και φτωχοί θα καταδικάζονταν αμέσως και με μεγαλύτερες ποινές, όπως έχουμε δει να συμβαίνει επανειλημμένα. Είναι ακόμη γεγονός, πως οι μπάτσοι που έλαβαν εντολή από τον καταστηματάρχη να τελειώσουν τη δολοφονία, δεν καταδικάστηκαν ποτέ.
Το προφίλ του Ζακ σκιαγραφήθηκε από τα ΜΜΕ με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνεται έμφαση στην εικόνα του περιθωριακού χρήστη ουσιών, ενισχύοντας έτσι ακόμα παραπάνω τη βία της τοξικοφοβίας και της απαξίωσης των χρηστών. Τη δολοφονία της Zackie τη συνέχισαν μετά θάνατον μπάτσοι και ΜΜΕ, με την επιδεικτική τους άρνηση να διερευνήσουν περαιτέρω και με διαφάνεια την υπόθεση, ώστε να βρεθούν όλοι οι ένοχοι. Οι μεθοδευμένες προσπάθειες τους επιτυγχάνουν, με μεγάλο μέρος της κοινωνίας να γνέφει με απάθεια το φασιστικό του πρόσωπο ή να προχωρά σε ρητορική μίσους, αφενός προς υπεράσπιση του κοσμηματοπώλη, και αφετέρου νομιμοποιώντας τη τέλεση ειδεχθών εγκλημάτων για τη προστασία της ιδιοκτησίας από κάθε «αποκλίνον και παραβατικό στοιχείο».
Μέσα στη σύνθεση ενός δημόσιου χώρου που δεν χωρά οτιδήποτε περιθωριακό και «άλλο», τα υποκείμενα που φέρουν πολλαπλές ταυτότητες καταπίεσης εκτοπίζονται, αορατοποιούνται και αντιμετωπίζονται ως σώματα χωρίς αξία. Ο εξευγενισμός περιφράσσει και αποστειρώνει τις πόλεις μας προφυλάσσοντας το κέρδος και την ιδιοκτησία, ενώ, την ίδια στιγμή, η έννοια της ιδιοκτησίας και η προσπάθεια διαφύλαξης της είναι αυτές που διαμορφώνουν τις συνθήκες της εξατομίκευσης και γεννούν τη βία απέναντι σε οτιδήποτε διαφέρει και το οποίο αυτόματα θεωρείται απειλή.
Ζούμε σε ένα κράτος που εφαρμόζει θανατοπολιτικές, καθώς οτιδήποτε βγαίνει εκτός του κυρίαρχου αφηγήματος αναπαραγωγής του έθνους και του καπιταλισμού θεωρείται αυτόματα επικίνδυνο και κατηγοριοποιείται ως «μη κανονικό». Έτσι, σώματα φτωχά, μη λευκά, κουήρ, που δέχονται έμφυλες διακρίσεις ή/και τοξικοεξαρτημένα συχνά αντιμετωπίζονται ως άτομα που δεν αξίζουν να έχουν θέση στο δημόσιο χώρο και μερικές φορές ακόμα και να ζουν. Είτε απλά προσπαθούν να ζήσουν μια «φυσιολογική» ζωή, είτε προβαίνουν σε πράξεις αντίδρασης και αντίστασης κατά της βίας του κράτους, θεωρούνται απειλή και διώκονται από τη φασίζουσα κανονικότητα της ελληνικής πραγματικότητας.
Παρόλα αυτά, το κυρίαρχο αφήγημα μπορεί να αλλάζει κάθε φορά, υπηρετώντας τα συμφέροντα για την εδραίωση και διαιώνιση του καπιταλισμού με αποτέλεσμα, οτιδήποτε μπορεί να παράγει «αξία» και να φέρει κέρδος να νοείται ως σημαντικό. Με άλλα λόγια, το νεοφιλελεύθερο σύστημα εργαλειοποιεί τα κουήρ βιώματα είτε με την ελάχιστη θεσμική συμπερίληψη, είτε με την κοινωνικοοικονομική αφομοίωση με στόχο την αποπολιτικοποίηση, την αποδυνάμωση του κουήρ κινήματος και τον έλεγχο των σωμάτων μας στα πλαίσια της συμμόρφωσης με τα κυρίαρχα εθνικοκαπιταλιστικά πρότυπα.
Μαθαίνουμε τα σώματα μας να γίνονται αποδεκτά μόνο μέσα από την ύπαρξη με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο που δεν προκαλεί, δεν παρεκλίνει, αλλά παράγει, καταναλώνει και διαιωνίζει θεσμούς και μέσα καταπίεσης, όπως η οικογένεια, το έθνος και η εξουσία -με όλες τις εκφάνσεις της. Με την εδραίωση του κοινωνικού εκφασισμού, τα τελευταία χρόνια, το μίσος διαχέεται γρήγορα στο κοινωνικό σώμα και φτάνει στο σημείο να απειλεί το ζωτικό μας χώρο, με μεγάλο μέρος της κοινωνίας να αδρανεί και να σιωπεί απέναντι του, δίνοντας του ακόμη περισσότερο χώρο για καταπίεση και θάνατο.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι σημαντικό να μην σταματήσουμε να μιλάμε για τη Zackie, τον Φύσσα, την Άννα, τον Φραγκούλη, τον Σαμπάνη, τον Λουκμάν, τον Μάγγο, τον Μανιουδάκη, τον Καρυώτη και όλες τις αδερφές μας που δολοφονήθηκαν από το χέρι της πατριαρχίας, του φασισμού και του ρατσισμού.
Ο δημόσιος χώρος δεν είναι μοιρασμένος για όλες και σε όλα το ίδιο. Θηλυκότητες, αγωνίστριες, μετανάστριες, εργάτριες, ρομά, κουήρ, φτωχές, σεξεργάτριες, οροθετικές ζούμε στο φόβο και την επισφάλεια, δεχόμαστε διαρκή υποτίμηση και βία.
Τα κουήρ άτομα αγωνιζόμαστε χρόνια για την ουσιαστική ορατότητα μας στον δημόσιο χώρο και χρόνο, αναζητούμε μαζί μέσα από τη συντροφικότητα και το πένθος τρόπους ύπαρξης και διεκδίκησης.
Το συλλογικό μας τραύμα, η οργή και η ανάγκη μας για διαρκή αντίσταση με σκοπό να ζήσουμε μια αξιοπρεπή και ελεύθερη ζωή είναι αυτό που μας ενώνει και κάνει τους αγώνες μας απειλές για τους καταπιεστές μας.
Η (ΕΤΕΡΟ)ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΜΕ ΑΙΜΑ ΕΙΝΑΙ ΒΑΜΜΕΝΗ
ΠΕΡΠΑΤΑΜΕ ΜΑΖΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΜΟΡΦΗ ΕΜΦΥΛΗΣ, ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΒΙΑΣ
Ο φετινός Νοέμβρης ξεκινά με δύο γυναικοκτονίες εντός του ελλαδικού χώρου, με τον συνολικό αριθμό των γυναικοκτονιών για το 2024 να φτάνει πλέον τις 12. Μια τέτοια ημέρα, δεν μπορεί παρά να μας βρει στον δρόμο,όχι επειδή οι παγκόσμιες ημέρες σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο για μας, αλλά επειδή από τη δεκαετία του ’80, που οι τότε γυναικείες οργανώσεις την είχαν καθιερώσει άτυπα εις μνήμην των αδελφών Mirabal, διαφορετικά Las Mariposas (οι πεταλούδες), δεν σταματήσαμε να θρηνούμε αδερφές μας. Οι αδερφές Mirabal πολέμησαν ενάντια στο δομινικανό δικτατορικό καθεστώς του Τρουχίγιο και γι’ αυτό συνελήφθησαν, βασανίστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν και στραγγαλίστηκαν μέχρι θανάτου. Μετά τη δολοφονία τους κηρύχτηκαν «σύμβολα της λαϊκής και φεμινιστικής αντίστασης».
Στην Ελλάδα, μόνο τα τελευταία 4 χρόνια έχουν διαπραχθεί πάνω από 80 γυναικοκτονίες, θηλυκότητες και τρανς άτομα όλων των ηλικιών είναι θύματα μιας βαθιά ανδροκρατούμενης και πατριαρχικής κοινωνίας, με τα κορμιά και τις ψυχές τους να υπόκεινται σε μια συνεχή βία, ένα καθεστώς (α)ορατής απειλής.
Αρχικά, ο ιστός που πλέκουν δικαστήρια-αστυνομία-ΜΜΕ δεν λειτουργεί για να προστατέψει κανένα μας. Οι καταγγελίες για κακοποιήσεις καταλήγουν στα συρτάρια αρχείων των δικαστικών αρχών, ενώ οι θύτες δέχονται μόνο μια επίπληξη χωρίς ουσιαστικά να αναλαμβάνει κάποια κρατική αρχή την αναμόρφωση τους και την προστασία των επιζώντων. Οι θηλυκότητες που απευθύνονται σε τοπικά αστυνομικά τμήματα για προστασία δική τους από τους θύτες, αλλά και για καταγγελία των ίδιων των θυτών τους, δεν βρίσκουν καμία απολύτως στήριξη. Αντιθέτως έρχονται αντιμέτωπες με την απαξίωση, τη δυσπιστία και ο επανατραυματισμός τους είναι δεδομένος.
Τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα όταν τα άτομα που υφίστανται κακοποίηση, υφίστανται κι άλλες καταπιέσεις πέρα από τις έμφυλες, όπως οι μετανάστριες, οι τοξικοεξαρτημένες, οι φτωχές, οι κρατούμενες, οι σεξεργάτριες, τα θύματα trafficking κ.α. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αναδεικνύονται καν οι ιστορίες τους, ενώ ακόμα κι αν ακουστούν έρχονται αντιμέτωπες/α με έντονη καχυποψία, ενώ συχνά η δεινή τους θέση τις/τα αναγκάζει να μένουν με τους καταπιεστές τους. Οι αναπαραστάσεις των περιστατικών έμφυλης βίας στα ΜΜΕ πάλι, γίνονται με εξαιρετικά προβληματικό τρόπο, χαρακτηρίζοντας τα τις περισσότερες φορές, ως οικογενειακές τραγωδίες, με τους δράστες να αποκαλούνται «τέρατα», καλλιεργώντας την αίσθηση πως η ίδια τους η ύπαρξη αποτελεί μια εξαίρεση στην κατά τα άλλα ομαλή λειτουργία του κοινωνικού συνόλου. Επιπλέον η ψυχιατρικοποίηση και παθολογικοποίηση της βίας που ασκούν οι κακοποιητές, κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο, ως ένα άλλο εργαλείο βέβαια, εκρίζωσης των κοινωνικών ερεισμάτων της έμφυλης βίας.
Θα μπορούσαμε να πούμε πάρα πολλά για την υποκρισία του κράτους και των μηχανισμών του, που σε κάθε ευκαιρία ξεπλένει παιδοβιαστές, μαστροπούς, γυναικοκτόνους με δηλώσεις υπουργών, μπάτσων- τηλεπερσόνων και ξεπουλημένων «δημοσιογράφων». Με εισαγγελείς που θεωρούν ότι ένα 12χρονο παιδί μπορεί να συναινέσει σε σεξουαλικές πράξεις. Με δικαστικούς που διώκουν θύματα trafficking. Με μπάτσους που δολοφονούν ρομά και μετανάστ(ρι)ες, που διώχνουν θύματα έμφυλης βίας από τα τμήματα και διατρανώνουν ότι συντελούν ενεργά στην εξάλειψη της έμφυλης βίας, επειδή έφτιαξαν …το panic button.
Θα μπορούσαμε να πούμε πάρα πολλά για το ότι υπάρχει πληθώρα μπάτσων και περιπολικών πάντα σε πλήρη ετοιμότητα ώστε να καταστείλουν οποιονδήποτε αγώνα και διεκδίκηση αλλά θρηνήσαμε μια αδερφή μας στο κατώφλι του τμήματος τους, στο οποίο είχε απευθυνθεί για βοήθεια… Πώς κάθε μήνα βλέπουμε να αγοράζονται κατά χιλιάδες τα περιπολικά , να γίνονται εκατοντάδες προσλήψεις μπάτσων, ενώ δεν υπάρχει καμία πρόνοια για ύπαρξη δομών που να προστατεύουν θύματα έμφυλης βίας, πόσο μάλλον να δουλεύουν σε μία κατεύθυνση πρόληψής αυτής. Η υλική στήριξη των θηλυκοτήτων που έχουν βιώσει κακοποίηση είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Δεν υπάρχουν δομές που να περιλαμβάνουν ξενώνες φιλοξενίας, συμβουλευτικά κέντρα, τόσο για τις ίδιες/ τα ίδια όσο και για τα παιδιά τους, αλλά και καμία πρόνοια για την ένταξη της κάθε επιζήσασας στην αγορά εργασίας ή την οικονομική τους στήριξη.
Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι την οργή μας για τα παραπάνω, δεν την συνοδεύει η έκπληξη. Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός πως κρατικοί θεσμοί εντείνουν την απειλή αντί να την εξαλείφουν, καθώς αφετηριακά δημιουργήθηκαν για να αποτελούν τους κύριους οχυρωτικούς μηχανισμούς του κράτους από οποιεσδήποτε «εξωγενείς ταραχές», με κάθε κόστος.
Πίσω από κάθε περιστατικό έμφυλης βίας εντοπίζουμε τις ίδιες παθογένειες. Οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις εδραζόμενες και σε έναν φυσικοποιημένο έμφυλο καταμερισμό συναισθημάτων καλά κρατούν (η τρυφερότητα και η φροντιστικότητα αποδίδονται στη γυναικεία φύση, με τη σκληράδα την αυστηρότητα και τον ορθολογικό τρόπο σκέψης να αποτελούν ανδρικά χαρακτηριστικά). Οι θηλυκότητες συνεχίζουν να νοούνται ως κτήματα των πατεράδων και έπειτα των ερωτικών τους συντρόφων, των οποίων η ζήλια συχνά παρουσιάζεται ως δεδομένη και ταυτόσημη του ενδιαφέροντος και της αγάπης. Η απιστία αναδεικνύεται ως η κυρίαρχη ατίμωση, το κυρίαρχο πλήγμα του ανδρισμού τους, τον οποίο οφείλουν να υπερασπίζονται με κάθε δυνατό τρόπο, μην διστάζοντας να τον επιβάλουν με τη βία. Τα στενά όρια των ετεροκανονικών και δυαδικών αντιλήψεων για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, δεν μας χωρούν και αναγνωρίζουμε ότι δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά μονάχα ασφυκτικές κατασκευές που εξυπηρετούν την παγίωση της εξουσίας και των κοινωνικών ιεραρχιών.
Δεν ξεχνάμε κανένα θύμα έμφυλης βίας, γι’ αυτό και την 25η Νοέμβρη θα είμαστε στον δρόμο, με όπλο την αλληλεγγύη, από την Ελλάδα μέχρι την Παλαιστίνη, η μια δίπλα στο άλλο να δηλώσουμε την εναντίωση μας σε πατριαρχία, κράτος, καπιταλισμό και οποιαδήποτε εξουσία καταδυναστεύει τις ζωές μας.
Μεσημέρι της 21ης Σεπτεμβρίου 2018. Οδός Γλάδστωνος, Ομόνοια. Ο Ζακ Κωστόπουλος, γκέι, οροθετικός, αγωνιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αρθρογράφος και ντραγκ περφόρμερ με το όνομα Zackie Oh, διακομίζεται νεκρός και δεμένος ακόμα με χειροπέδες από ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ χωρίς προσπάθεια ανάνηψης, μετά από σειρά άγριων χτυπημάτων από 2 πολίτες και 8-9 αστυνομικούς, τους οποίους παρακολουθούσαν δεκάδες περαστικοί. Ο Ζακ είχε ξεκινήσει να φωνάζει βοήθεια από την Πατησίων, πριν στρίψει στη Γλάδστωνος. Στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος ο Ζακ προσπαθεί να εισέλθει στον φούρνου «Βενέτη» αλλά δεν του επιτράπηκε η είσοδος. Ζητώντας βοήθεια και ψάχνοντας καταφύγιο μπαίνει σε κοσμηματοπωλείο δίπλα. Εγκλωβίζεται. Βγαίνει στο πεζοδρόμιο μέσα από την τζαμαρία, ακολουθεί ο ξυλοδαρμός του από τον ιδιοκτήτη, Ευάγγελο Δημόπουλο, και τον Θάνο Χορταριά, ιδιοκτήτη μεσιτικού γραφείου στη γειτονιά και γνωστό για τη σχέση του (μέλος και εκπρόσωπος τύπου) με την εθνικιστική οργάνωση «Πατριωτικό Μέτωπο». Υπήρχε και τρίτο άτομο που χτυπούσε τον Ζακ, ένας άνδρας με κίτρινη μπλούζα που πηγές αναφέρουν ότι ίσως να είναι ασφαλίτης. Τον ξυλοκοπούν, με κλωτσιές, μέχρι του σημείου που καταρρέει αιμόφυρτος, ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά της προθήκης. Περαστικοί παρακολουθούν την επίθεση αμέτοχοι μέχρι την κατάρρευσή του, ενώ στη συνέχεια κάποιος καλεί το ΕΚΑΒ. Στο σημείο φτάνουν τουλάχιστον 8 αστυνομικοί. Κατά την επέμβασή τους, ξυλοκοπούν και αυτοί τον ήδη πεσμένο στο έδαφος, τραυματισμένο Ζακ. Μετά τη δολοφονία του Ζακ σειρά παίρνουν τα ΜΜΕ, τα οποία του επιρρίπτουν ο,τι θεωρείται μεμπτό από το κυρίαρχο αφήγημα προκειμένου να κανονικοποίησουν τη τέλεση εγκλημάτων σε βάρος αυτών που φέρουν αυτά τα στοιχεία, που κρίνονται εν ολίγοις επικίνδυνα για τη “δημόσια τάξη και ασφάλεια”. Ισχυρισμοί περί κλοπής, επήρειας ναρκωτικών και άλλα καταπίπτουν αμέσως. Δεν υπάρχουν πουθενά μέσα στο κατάστημα δακτυλικά αποτυπώματά του Ζακ, ούτε στην ταμειακή, ούτε σε κοσμήματα. Δεν βρέθηκαν ίχνη ναρκωτικών ουσιών σε καμία από τις εξετάσεις που ακολούθησαν. Το μόνο που βρέθηκε ήταν τα δακτυλικά αποτυπώματα του μεσίτη πάνω σε μαχαίρι με αίμα του Ζακ.
Κράτος, ΜΜΕ και δικαστική αρχή είναι υπεύθυνοι για τη δολοφονία του Ζακ μετατρέποντας τον, επιπλέον, από θύμα σε θύτη, καλύπτοντας τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας του. Είναι γνωστό ό,τι οι θύτες έμφυλης και ρατσιστικής βίας αντιμετωπίζονται ανάλογα με το ταξικό και φυλετικό τους προφίλ. Τα ΜΜΕ προσπάθησαν να δικαιολογήσουν ηθικά τους «ευυπόληπτους» δολοφόνους τοποθετώντας τους σε θέση άμυνας απέναντι στο «επικίνδυνο περιθωριακό στοιχείο», καθώς παρουσίαζαν εμμονικά τον Ζακ ως «ληστή» και «πρεζάκι» για να κανονικοποιήσουν τη δολοφονία στη συνείδηση του κάθε Έλληνα νοικοκυραίου.
Ακόμη όμως και αν ήταν ληστής και «πρεζάκι» ποιος νομιμοποιεί τον θάνατο του και μάλιστα με αυτούς τους όρους;
Για μια φορά ακόμη έγινε φανερός ο ταξικός και εθνικοφυλετικός χαρακτήρας της δικαιοσύνης, καθώς αν οι θύτες ήταν μετανάστες και φτωχοί θα καταδικάζονταν αμέσως και με μεγαλύτερες ποινές, όπως έχουμε δει ξανά και ξανά. Είναι ακόμη γεγονός ότι οι μπάτσοι που έλαβαν εντολή από τον καταστηματάρχη να τελειώσουν τη δολοφονία δεν καταδικάστηκαν ποτέ.
Το προφίλ του Ζακ σκιαγραφήθηκε από τα ΜΜΕ με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνεται έμφαση στην εικόνα του περιθωριακού χρήστη ουσιών, ενισχύοντας έτσι ακόμα παραπάνω τη βία της τοξικοφοβίας και της απαξίωσης των χρηστών. Την δολοφονία της Ζακι τη διαδέχτηκε κι ένας άλλος συμβολικός θάνατος, που επήλθε από την άρνηση των μπάτσων και των ΜΜΕ να διερευνήσουν περαιτέρω και με διαφάνεια την υπόθεση, ώστε να βρεθούν όλοι οι ένοχοι. Οι μεθοδευμένες προσπάθειες τους, στέφονται με επιτυχία με μεγάλο μέρος της κοινωνίας να γνέφει με απάθεια ή να προχωρά σε ρητορική μίσους, υπερασπιζόμενοι τον ιδιοκτήτη και τη τέλεση ειδεχθών εγκλημάτων για τη προστασία της περιουσίας από κάθε «αποκλίνον και παραβατικό στοιχείο».
Μέσα στη σύνθεση ενός δημόσιου χώρου που δεν χωρά οτιδήποτε περιθωριακό και «άλλο», τα υποκείμενα που φέρουν πολλαπλές ταυτότητες καταπίεσης εκτοπίζονται, αορατοποιούνται και αντιμετωπίζονται ως σώματα χωρίς αξία. Ο εξευγενισμός περιφράσσει και αποστειρώνει τις πόλεις μας προφυλάσσοντας το κέρδος και την ιδιοκτησία, ενώ, την ίδια στιγμή, η έννοια της ιδιοκτησίας και η προσπάθεια διαφύλαξης της είναι αυτές που διαμορφώνουν τις συνθήκες της εξατομίκευσης και γεννούν τη βία απέναντι σε οτιδήποτε διαφέρει και θεωρείται απειλή.
Ζούμε σε ένα κράτος που εφαρμόζει θανατοπολιτικές, καθώς οτιδήποτε βγαίνει εκτός του κυρίαρχου αφηγήματος αναπαραγωγής του έθνους και του καπιταλισμού θεωρείται αυτόματα επικίνδυνο και κατηγοριοποιείται ως «μη κανονικό». Έτσι, τα φτωχά, μη λευκά, έμφυλα, κουήρ σώματα συχνά αντιμετωπίζονται ως άτομα που δεν αξίζουν να έχουν θέση στο δημόσιο χώρο και μερικές φορές ακόμα και να ζουν. Είτε απλά προσπαθούν να ζήσουν μια «φυσιολογική» ζωή, είτε προβαίνουν σε πράξεις αντίδρασης και αντίστασης κατά της βίας του κράτους θεωρούνται απειλή και διώκονται από τη φασίζουσα κανονικότητα της ελληνικής πραγματικότητας.
Παρόλα αυτά, το κυρίαρχο αφήγημα μπορεί να αλλάζει κάθε φορά, υπηρετώντας τα συμφέροντα για την εδραίωση και διαιώνιση του καπιταλισμού με αποτέλεσμα, οτιδήποτε μπορεί να παράγει «αξία» και να φέρει κέρδος να νοείται ως σημαντικό. Με άλλα λόγια, το νεοφιλελεύθερο σύστημα εργαλειοποιεί τα κουήρ βιώματα είτε με την ελάχιστη θεσμική συμπερίληψη, είτε με την κοινωνικοοικονομική αφομοίωση με στόχο την αποπολιτικοποίηση, την αποδυνάμωση του κουήρ κινήματος και τον έλεγχο των σωμάτων μας στα πλαίσια της συμμόρφωσης με τα κυρίαρχα εθνικοκαπιταλιστικά πρότυπα.
Μαθαίνουμε τα σώματα μας να γίνονται αποδεκτά μόνο μέσα από την ύπαρξη με έναν συγκεκριμένο τρόπο που δεν προκαλεί, αλλά παράγει, καταναλώνει και διαιωνίζει θεσμούς, όπως οικογένεια και έθνος.
Με την εδραίωση του κοινωνικού εκφασισμού, τα τελευταία χρόνια, το μίσος διαχέεται γρήγορα στο κοινωνικό σώμα και φτάνει στο σημείο να απειλεί τον ζωτικό μας χώρο, με μεγάλο μέρος της κοινωνίας να αδρανεί και να σιωπεί απέναντι του δίνοντας του ακόμη περισσότερο χώρο για καταπίεση και θάνατο.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι σημαντικό να μην σταματήσουμε να μιλάμε για τη Zackie, τον Φύσσα, την Άννα, τον Φραγκούλη, τον Σαμπάνη, τον Λουκμάν, τον Μάγγο, τον Μανιουδάκη, τον Καρυώτη και όλες τις αδερφές μας που δολοφονήθηκαν από το χέρι της πατριαρχίας, του φασισμού και του ρατσισμού.
Ο δημόσιος χώρος δεν είναι μοιρασμένος για όλους και σε όλους το ίδιο. Θηλυκότητες, αγωνίστριες, μετανάστριες, εργάτριες, ρομά, κουήρ, φτωχές, σεξεργάτριες, οροθετικές ζούμε στο φόβο και την επισφάλεια, δεχόμαστε διαρκή υποτίμηση και βία.
Τα κουήρ άτομα αγωνιζόμαστε χρόνια για την ουσιαστική ορατότητα μας στον δημόσιο χώρο και χρόνο, αναζητούμε μαζί μέσα από τη συντροφικότητα και το πένθος τρόπους ύπαρξης και διεκδίκησης.
Το συλλογικό μας τραύμα, η οργή και η ανάγκη μας για διαρκή αντίσταση με σκοπό να ζήσουμε μια αξιοπρεπή και ελεύθερη ζωή είναι αυτό που μας ενώνει και κάνει τους αγώνες μας απειλές για τους καταπιεστές μας.
Η (ΕΤΕΡΟ)ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΜΕ ΑΙΜΑ ΕΙΝΑΙ ΒΑΜΜΕΝΗ
ΠΕΡΠΑΤΑΜΕ ΜΑΖΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΜΟΡΦΗ ΕΜΦΥΛΗΣ, ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΒΙΑΣ
Άλλη μια γυναικοκτονια σημειώνεται για το 2024 στην Ελλάδα, μιας μητέρας 37 ετών που δολοφονείται με κυνηγετική καραμπίνα από τον σύζυγο της, ο οποίος αυτοκτόνησε λίγο μετά την δολοφονία. Για άλλη μια φορά η γυναίκα μόλις 3 μέρες πριν την δολοφονία της είχε μηνύσει στην αστυνομία τον άντρα της, και για ακόμη μια φορά το θάρρος που έδειξε άλλη μια κακοποιημένη γυναίκα, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Η αστυνομία δεν προστάτεψε την 37χρονη στην Αμφιλοχία, όπως και την 28χρονη Κυριακή, την 40χρονη στις Αχαρνές, την Βίκη Μπαζουκη, την 59χρονη Αναστασία, την 41χρονη Ελεονώρα, την 31χρονη Άννα Δημητριάδου, και άλλες τόσες δολοφονημένες που είχαν ενημερώσει τις αρχές για τις κακοποιητικές συμπεριφορές των συζύγων τους. Διαβάζοντας την είδηση έχουμε γεμίσει, για ακόμη μια φορά, οργή και θλίψη. Πόσες ακόμα από εμάς πρέπει να σκοτωθούν; Πόσες ακόμα πρέπει να οδηγηθούν στο τμήμα με το κουράγιο που τους έμεινε για να γλιτώσουν, με την αστυνομία να τις στέλνει στον θάνατο, μια προς μια; Για ποσό ακόμα θα φοβόμαστε για το πώς θα ντυθούμε, πώς θα γυρίσουμε στο σπίτι το βράδυ, πώς θα φερθούμε και αν θα προκαλέσουμε, πώς θα αγαπήσουμε, πώς θα αρνηθούμε, πώς θα χωρίσουμε; Πόσες ακόμα θα σκοτωθούν από το χέρι της πατριαρχίας και της έμφυλης βίας για να αντιληφθούμε πως το μόνο που έχουμε, είναι η μια την άλλη; Από μικρές μαθαίνουμε τι σημαίνει εσωτερικευμένος μισογυνισμός. Ο σκοπός της πατριαρχίας είναι να βλέπουμε ανταγωνιστικά η μια την άλλη, και ως αποτέλεσμα αυτού να μην συσπειρωνόμαστε και να μην παλεύουμε από κοινού στον αγώνα ενάντια σε αυτή. Δεχόμενες όλες την ίδια καταπίεση, όντας απομακρυσμένες, καταλήγουμε να νομίζουμε πως είναι κάτι που μας επηρεάζει ατομικά και όχι συλλογικά. Γιατί δεν θέλουν να χάσουν την επιβολή τους πάνω στα σώματα μας, το συναίσθημα μας, το φύλο μας. Εμείς απαντάμε με αλληλεγγύη. Αλληλεγγύη στις κακοποιημένες γυναίκες, πίσω από τις κλειστές πόρτες, που σκόνταψαν στις σκάλες, χτύπησαν στο ντουλάπι της κουζίνας, στις υστερικές, στις εργάτριες κατοικίας, τις “νοικοκυρές”. Ας πνίξουμε τους δρόμους με τις υστερικές μας φωνές, εκείνες που διαμαρτύρονται και ζητούν δικαίωση για τις δολοφονημένες και τις κακοποιημένες μας αδερφές.
Καμία ειρήνη, καμία ησυχία, αγώνας ενάντια στην πατριαρχία!
Τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες εκατοντάδων δολοφονιών μεταναστών/ τριών από τον φράχτη του Έβρου με τις βίαιες επαναπροωθήσεις που λαμβάνουν χώρα σε καθημερινή βάση από το ελληνικό κράτος, ως τα ναυάγια στο Αιγαίο με αποκορύφωμα το έγκλημα στην Πύλο όπου πέθαναν πάνω από 600 μετανάστριες/ες που προσπαθούσαν να φτάσουν στη χώρα. Στο παρόν κείμενο θα καταπιαστούμε με τις συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει κάποιο άτομο στον ελλαδικό χώρο λόγω της μεταναστευτικής του ταυτότητας, καθώς και τις επιπλέον καταπιέσεις που βιώνουν οι μετανάστριες λόγω της έμφυλης ταυτότητάς τους.
Αρχικά είναι απαραίτητες κάποιες διευκρινίσεις. Μπορεί ο όρος «μετανάστης» να είναι διευρυμένος και να αφορά όσα άτομα έχουν αφήσει τον τόπο καταγωγής τους στην αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο, η ζωή όμως που βιώνει κάθε μετανάστης είναι πάρα πολύ διαφορετική ανάλογα με την καταγωγή του, τη θρησκεία, το φύλο, την οικονομική κατάσταση, ενώ ένας ακόμα σημαντικός διαχωρισμός είναι το αν έχουν ή όχι χαρτιά. Οι διαφορετικές συνθήκες που έχουν να αντιμετωπίσουν με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά οφείλονται από τη μία στο θεσμικό ρατσισμό που επιβάλλεται από το κράτος (πχ μέσω της στέρησης στοιχειωδών δικαιωμάτων όπως πρόσβαση σε νόμιμη εργασία, περίθαλψη, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, ελευθερία) και από την άλλη στον κοινωνικό ρατσισμό που δημιουργεί περιβάλλον αποκλεισμού, περιθωριοποίησης και αορατότητας. Ο δεύτερος είναι εντονότερος όσα περισσότερα χαρακτηριστικά απόκλισης εμφανίζει κάποιος/α (για αυτό και όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία ακούγαμε δημοσιογράφους με περίσσιο θράσος να λένε ότι είναι διαφορετικοί οι ξανθοί γαλανομάτηδες Ουκρανοί μετανάστες απ’ ότι οι «σκουρόχρωμοι» μουσουλμάνοι της ανατολής).
Από το κράτος γίνεται επιπλέον η προσπάθεια διάκρισης των μεταναστριών σε «καλούς» και «κακούς» ακολουθώντας την πάγια τακτική του διαίρει και βασίλευε με πιο συχνό τον διαχωρισμό σε «πρόσφυγες» και «μετανάστες», δηλαδή μεταξύ αυτών στους οποίους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να μεταναστεύσουν λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στον τόπο προέλευσής τους και σε αυτούς που δεν αναγνωρίζεται.
Στην πραγματικότητα όμως τα ίδια τα κράτη που επιβάλλουν αυτούς τους διαχωρισμούς είναι αυτά που σε συνδυασμό με την προσπάθεια του κεφαλαίου να αυξήσει την κερδοφορία του, δημιουργούν τις αιτίες της μετανάστευσης κηρύσσοντας πολέμους, εφαρμόζοντας αποικιοκρατικές πολιτικές, στηρίζοντας απολυταρχικά καθεστώτα, ή επιβάλλοντας ακραίες συνθήκες φτώχιας. Οι μετανάστες/τριες που προσπαθούν να εισέλθουν στην Ε.Ε. μέσω της Ελλάδας βρίσκονται αντιμέτωποι με κοινές περιπολίες εθνικού στρατού και Frontex που με τις ενέργειές τους για την «προστασία των συνόρων» από την είσοδο των μεταναστών/στριών , έχουν οδηγήσει σε θάνατο έναν τρομακτικό αριθμό εξ αυτών. Όσοι/ες καταφέρουν να εισέλθουν στην ελληνική επικράτεια εγκλωβίζονται σε αυτήν και έρχονται αντιμέτωποι/ες με τη διαχείριση που τους επιφυλάσσεται. Η Ελλάδα λειτουργεί ως αποθήκη του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού – μεταναστών και η ΕΕ με τη σειρά. Γι’ αυτό και κρατάει το μεγαλύτερο κομμάτι εξ αυτών σε καθεστώς παρανομίας, ενώ χτυπάει με μεγάλη σφοδρότητα όσους επιλέγουν να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους ή να αγωνιστούν.
Μετανάστριες εργάτριες
Η μαύρη κακοπληρωμένη εργασία για τις μετανάστριες που ζουν στον ελλαδικό χώρο είναι δυστυχώς δεδομένη. Όταν οι μετανάστριες δεν έχουν νόμιμα έγγραφα για την παραμονή τους στη χώρα, τότε είναι αδύνατον να βρουν μια δουλειά στην οποία θα έχουν τις νόμιμες απολαβές καθώς και ασφάλιση. Αυτό συμφέρει τα αφεντικά που εκμεταλλεύονται αυτή τη συνθήκη και χρησιμοποιούν το φθηνό μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό για ακόμη περισσότερα κέρδη. Σε μια χώρα όπου οι μετανάστριες είναι τυπικά αόρατες για τον κρατικό μηχανισμό, τις εκθέτει άμεσα σε μια συνθήκη εργασιακής εκμετάλλευσης. Δεκάδες εργοστάσια, μαγαζιά εστίασης, βιομηχανίες και χωράφια στελεχώνονται με μετανάστες και μετανάστριες χωρίς χαρτιά, χωρίς ασφάλιση και με πενιχρούς μισθούς. Η ανάγκη για επιβίωση δεν τους αφήνει περιθώρια για διεκδίκηση καλύτερων εργασιακών συνθηκών.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί η κρατική ευθύνη πάνω σε αυτή τη συνθήκη. Το κράτος δεν νομιμοποιεί τις μετανάστριες, αλλά τις δαιμονοποιεί λέγοντας πως έρχονται σε μια χώρα που δεν υπάρχουν δουλειές γι’ αυτές, δεν υπάρχουν τρόποι επιβίωσης και είτε τις φυλακίζει σε καμπ είτε τις πνίγει στο Αιγαίο με συνεχόμενα pushbacks. Είναι το ίδιο το κράτος και οι μηχανισμοί του από την άλλη που κάνουν τα στραβά μάτια στα μεγαλοαφεντικά που εκμεταλλεύονται την εργατική δύναμη των μεταναστριών εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των κοινωνικά και ταξικά ανώτερων.
Ας μην ξεχνάμε τον θεσμικό ρατσισμό, ο οποίος με νομοθετικές πράξεις κάνει την ζωή των μετανατριών δυσκολότερη. Συγκεκριμένα ο Νόμος 4387/2016 που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ καταργεί την χορήγηση της ελάχιστης σύνταξης σε όλες/όλους τις/τους ασφαλισμένες/ους ντόπιες/ους και μετανάστ(ρι) ες μετά από 15χρόνια εργασίας, και συνδέει το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης με 20χρόνια εργασίας και 40 χρόνια νόμιμης και μόνιμης παραμονής στην χώρα.
Υπάρχουν συγκεκριμένα κάποια επαγγέλματα που εκτελούνται κυρίως από γυναίκες μετανάστριες. Αυτά είναι τα επαγγέλματα φροντίδας ηλικιωμένων, παιδιών αλλά και όλων των οικιακών εργασιών, επαγγέλματα τα οποία εκτελούσαν αμισθί εδώ και δεκάδες χρόνια οι θηλυκές μορφές μιας οικογένειας είτε ήταν οι μητέρες είτε οι κόρες. Από τη στιγμή που οι γυναίκες βγήκαν στην αγορά εργασίας και εργάζονται και εκτός σπιτιού, δημιουργήθηκε η ανάγκη να καλυφθούν οι ανάγκες αυτές από άλλα άτομα. Ως επι το πλείστον μιλάμε για μαύρη και κακοπληρωμένη δουλειά, η οποία έχει πολύ μεγάλη σωματική και ψυχολογική κούραση. Συνήθως γυναίκες μεσήλικες καλούνται να καλύψουν αυτές τις θέσεις, διότι πουθενά αλλού δεν μπορούν να βρουν δουλειά και πάνω σε αυτή την επισφάλεια πατούν οι εργοδότες τους. Οι δομές φροντίδας ηλικιωμένων στη χώρα μας είναι ελάχιστες και συνήθως υποστελεχωμένες, οπότε οι οικογένειες επιλέγουν τη λύση του να «πάρουν μια γυναίκα» να προσέχει τον παππού ή τη γιαγιά, οι οποίοι συνήθως είναι σε αρκετά δύσκολη κατάσταση και πιθανά κλινήρης. Επίσης , οι βρεφονηπιακοί σταθμοί είναι επίσης ελάχιστοι και υποστελεχωμένοι, άρα πάλι η λύση βρίσκεται στο να προσλάβει η οικογένεια μια «γυναίκα» για τη φροντίδα των παιδιών τους.
Μετανάστριες σε camps
Οι συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει η κάθε μετανάστρια στον ελλαδικό χώρο διαφέρουν. Από το εάν είναι «νόμιμη», με χαρτιά ή χωρίς, με βάση τη χώρα καταγωγής της, τη θρησκεία της, τη φυλή της, την σεξουαλικότητα της και την οικονομική κατάσταση της. Αντιλαμβανόμαστε όμως ανάμεσα στα πιο καταπιεσμένα υποκείμενα χωρίς καμία αμφιβολία τις μετανάστριες οι οποίες είναι εγκλωβισμένες στα camps.
Στην περίπτωση αυτή δεν μιλάμε μόνο για πολλαπλές καταπιέσεις, όπως στην περίπτωση των υπόλοιπων μεταναστριών, αλλά μιλάμε για άτομα που στερούνται στοιχειώδη όρους διαβίωσης. Πρώτο και κυριότερο στερούνται την ελευθερία τους, καθώς είναι έγκλειστες με καθημερινό έλεγχο και επιτήρηση. Αναγνωρίζεται ως μοναδική ταυτότητα τους αυτή της μετανάστριας, αγνοώντας όλα τα επιπλέον χαρακτηριστικά τους, οι ικανότητες τους, τα όνειρα τους, οι στόχοι τους και ότι είναι πολλά περισσότερα από έναν άνθρωπο που έχει βρεθεί σε μια άλλη χώρα χωρίς χαρτιά.
Σαν να μην φτάνει ο εγκλεισμός που βιώνουν, οι συνθήκες διαβίωσης τους είναι απάνθρωπες. Στερούνται στέγης, ζούνε στοιβαγμένα σε ανθρωποαποθήκες που ο πληθυσμός τους υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια χωρητικότητας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα. Στερούνται τροφής, σε καθημερινή βάση θα πρέπει να περιμένουν για ώρες σε ουρές για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό αμφίβολης ποιότητας και ποσότητας. Στερούνται ήδη υγιεινής και καθαριότητας, καθώς και ιατρικής φροντίδας. Μόνο σε πολύ σοβαρές καταστάσεις έχουν την απαραίτητη περίθαλψη, τα ραντεβού με τους γιατρούς αργούν, αναβάλλονται, πολλές φορές η αντιμετώπιση δεν είναι η αναμενόμενη. Η κατάσταση αυτή χειροτέρεψε από τον Covid και έπειτα όπου ήταν παρατημένες στη μοίρα τους χωρίς κανένα μέτρο πρόληψης ή καταπολέμησης οποιασδήποτε αρρώστιας. Το αποκορύφωμα ήταν οι ακυρώσεις εκτρώσεων λόγω απαγόρευσης χειρουργείων εξαιτίας του ιού, με πολλές μετανάστριες να αναγκάζονται να κυοφορούν αλλά και να γεννούν σε άθλιες συνθήκες. Πολλές φορές αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγο της αβεβαιότητας του ρόλου του κάθε υπεύθυνου φορέα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν καθυστερήσεις στις παραπομπές, παραβιάσεις απορρήτου ή έλλειψη ειδικών διαδικασιών ή εξειδικευμένης υποστήριξης σε περιπτώσεις θυμάτων έμφυλης βίας.
Οι μετανάστριες που ζούνε στα camps είναι αόρατες τόσο για το κράτος που έχει επιλέξει τη θανατοπολιτική, όσο και για το σύνολο της κοινωνίας. Από τη μια είναι η υλική στέρηση των πολύ βασικών αναγκών, από την άλλη η απειλή που βιώνουν οι θηλυκότητες στα camps είναι πολύ μεγαλύτερη. Μέσα σ’ αυτά κατανοούμε ότι η συμβίωση τους με άντρες γαλουχημένους σε βαθιά πατριαρχικές κοινωνίες δεν είναι διόλου εύκολη. Δεν είναι λίγες οι αναφορές σε παραβιάστηκες συμπεριφορές ή κακοποίηση τους από τους συντρόφους τους, τους συγκρατούμενους τους ή ακόμα και από τους φύλακες, χωρίς στην ουσία να έχουν κάπου να απευθυνθούν για να ζητήσουν βοήθεια και τις φωνές τους να μην ακούγονται. Οι συνθήκες υπερσυντονισμού στα καμπς το καθιστούν σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν επιζώσες έμφυλης βίας, αλλά και να εντοπιστούν, έρχονται αντιμέτωπες με μη επαρκή εξειδικευμένη υποστήριξη, έλλειψης διερμηνείας στις υπηρεσίες, με ανεπαρκή αριθμό προσωπικού ή/και μη επαρκώς εκπαιδευμένο προσωπικό, όπως επίσης και έλλειψη παροχής νομικής βοήθειας.
Ακόμα και εάν κάποια καταφέρει να έχει το «προνόμιο» να ζει σε διαμέρισμα και όχι σε καμπ, που συγκριτικά ίσως είναι σε καλύτερη μοίρα, ωστόσο δεν παύει να είναι εγκλωβισμένη αυτή τη φορά σε ένα σπίτι χωρίς να μπορεί με κάποιο τρόπο να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο αφού δεν υπάρχει δυνατότητα για εκπαίδευση, εργασία, κοινωνικές δραστηριότητες και συναναστροφή.
Μετανάστριες επιζώσες trafficking
Η εμπορία ανθρώπων, μια οδυνηρή εκδήλωση σύγχρονης δουλείας, οργανωμένου εγκλήματος, παρανομοποιημένης μετανάστευσης και σοβαρής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνεχίζει να εξαπλώνεται παγκοσμίως. Ένα διεθνικό οργανωμένο έγκλημα. Μια αποτρόπαια παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στον περίπλοκο ιστό των μεταναστευτικών οδών προς την Ευρώπη, η Ελλάδα αποτελεί κομβικό σταυροδρόμι, μια θέση που δίνει χώρο στην έξαρση της εμπορίας ανθρώπων. Ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στην επικράτηση των θηλυκοτήτων, των queer ατόμων και των παιδιών θυμάτων στην εμπορία ανθρώπων είναι το βαθιά ριζωμένο σύστημα πατριαρχίας και ανισότητας των φύλων που εξακολουθεί να υφίσταται σε πολλές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από τις οποίες προέρχονται οι μετανάστριες. Η πατριαρχία, μια κοινωνική δομή στην οποία οι άνδρες κατέχουν την πρωταρχική εξουσία και οι θηλυκότητες βρίσκονται συστηματικά σε μειονεκτική θέση, διαιωνίζει τις διακρίσεις και τη βία με βάση το φύλο, καθιστώντας τις θηλυκότητες, τα queer άτομα και τα παιδιά πιο ευάλωτα στην εκμετάλλευση.
Οι πατριαρχικές νόρμες υποβιβάζουν τις θηλυκότητες και τα queer άτομα σε υποδεέστερους ρόλους, περιορίζουν την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση και τις οικονομικές ευκαιρίες και υπονομεύουν την δυνατότητά τους να κάνουν αυτόνομες επιλογές. Αυτή η ανισότητα με βάση το φύλο επεκτείνεται και στα μεταναστευτικά πρότυπα, καθώς τα άτομα από κοινωνίες στις οποίες ο πατριαρχικός κλοιός είναι ακόμη πιο ασφυκτικός μπορεί να βιώνουν έλλειψη οικογενειακής υποστήριξης όταν αναζητούν ευκαιρίες στο εξωτερικό. Αυτή η έλλειψη υποστήριξης μπορεί να τα καταστήσει πιο ευάλωτα στους διακινητές που εκμεταλλεύονται την απελπισία τους για μια καλύτερη ζωή.
Επιπλέον, στις πατριαρχικές κοινωνίες η βία κατά των θηλυκοτήτων και των queer ατόμων γίνεται ανεκτή, “κανονικοποιώντας” την κακοποίηση και αποσιωπώντας τα θύματα. Αυτή η κανονικοποιημένη βία ενισχύει την ευαλωτότητα τους και σε πολλές περιπτώσεις, παρατείνει το να υπομένουν σκληρές συνθήκες αντί να διακινδυνεύσουν να επιστρέψουν στο καταπιεστικό περιβάλλον της πατρίδας τους. Το μοτίβο αυτό επιδεινώνεται όταν τα άτομα έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε νομική προστασία ή σε συστήματα κοινωνικής υποστήριξης τόσο στις χώρες καταγωγής τους όσο και στις χώρες προορισμού. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, οι περιορισμένες εκπαιδευτικές ευκαιρίες, οι ανεπαρκείς δομές κοινωνικής πρόνοιας και η έλλειψη οικογενειακής υποστήριξης για τις θηλυκότητες και τα queer άτομα στις πατριαρχικές κοινωνίες έχουν αναγνωριστεί ως αλληλένδετοι διαρθρωτικοί παράγοντες που διαιωνίζουν άμεσα τη φτώχεια.
Οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές, που συχνά επηρεάζονται από τους διαδιδόμενους μύθους που παρουσιάζουν τους μετανάστες ως “απειλή για την εθνική ασφάλεια”, επιδεινώνουν το ζήτημα. Οι πολιτικές και οι προκαταλήψεις στο πλαίσιο των μεταναστευτικών συστημάτων συμβάλλουν στην εμπορία ανθρώπων, επιτρέποντας στους διακινητές να εκμεταλλεύονται τα τρωτά σημεία των μεταναστών.
Ο αγώνας κατά της εμπορίας ανθρώπων περιπλέκεται περαιτέρω από εσωτερικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης της Μαφίας της Ελληνικής Αστυνομίας, ενός εγκληματικού δικτύου εντός του μηχανισμού επιβολής του νόμου. Η παρουσία της Μαφίας της Ελληνικής Αστυνομίας εμποδίζει τις προσπάθειες καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι τα μέλη της εμπλέκονται άμεσα σε διεφθαρμένες δραστηριότητες, όπως εκβιασμοί, δωροδοκία και συνεργασία με διακινητές.Αυτή η εσωτερική διαφθορά επιτείνει την ευαλωτότητα των μεταναστριών και επιτρέπει στους διακινητές να δρουν με σχετική ατιμωρησία, καθώς συχνά διατηρούν σχέσεις με διεφθαρμένους αστυνομικούς που τους προειδοποιούν για επικείμενες καταστολές ή τους βοηθούν στην παράκαμψη του νόμου.
Η ενοχοποίηση των θυμάτων αποτελεί επίσης κομβικό ζήτημα στο πεδίο της εμπορίας ανθρώπων. Τα επιζώντα εμπορίας ανθρώπων αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία κατά την προσπάθεια επανένταξης τους στην κοινωνία, βιώνοντας εξοστρακισμό και κοινωνικές προκαταλήψεις. Αυτός ο κοινωνικός και συναισθηματικός εξοστρακισμός αυξάνει σημαντικά την ευαλωτότητα των θυμάτων, οδηγώντας σε συνθήκες επανατραυματισμού.
Είναι σημαντικό να αλλάξει ριζικά ο τρόπος που η κοινωνία αντιλαμβάνεται τα θύματα trafficking ώστε να μην στιγματίζονται και να τους παρέχεται η προστασία που χρειάζονται. Είναι σημαντικό οι πατριαρχικές και ρατσιστικές αντιλήψεις να εκριζωθούν από την κοινωνία και να υπάρξει η κατάλληλη αντιμετώπιση, προστασία και στήριξη των επιζώντων. Δεν υπάρχουν θύματα που “συναινούν”, ούτε θύματα που “τα ήθελαν και τα έπαθαν”.
Καθώς οι σκιές της σεξουαλικής διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων προβάλλουν μεγάλες πάνω από την Ελλάδα, η αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών είναι επιτακτική. Η καταπολέμηση των πατριαρχικών και ρατσιστικών στερεοτύπων, η αναγνώριση του εγγενούς εξουσιαστικού χαρακτήρα του συστήματος επιβολής του νόμου επάνω στα σώματά μας και η αναγνώριση της διασύνδεσης τους με την εμπορία ανθρώπων οφείλουν να αποτελούν πυλώνα του αγώνα μας.
Καμία ανοχή στην ελαστική, μαύρη και απλήρωτη εργασία.
Να τσακίσουμε την πατριαρχία που θρέφει τα κυκλώματα trafficking και γεννά την έμφυλη βία.
Να παλέψουμε για την κατάργηση των συνόρων.
Να δοθούν άμεσα χαρτιά και ίσα δικαιώματα για εκπαίδευση- υγεία- εργασία σε όλες τις μετανάστριες.
Να παλέψουμε για μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις με βάση φύλο- φυλή- τάξη.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε ενημερωθεί ότι στην περιοχή Λαγκαδά στις αρχές Νεάπολης (κοντά στις δωδεκαόροφες) κυκλοφορεί τύπος που συστηματικά παραβιάζει και παρενοχλεί θηλυκότητες (πολλές εκ των οποίων ανήλικες) στα πάρκα, στους δρόμους και στις στάσεις αστικών της γειτονιάς. Έχουν γίνει γνωστά μια σειρά περιστατικών από catcalling (το γνωστό “ψιτ ψιτ”) και σεξιστικές βρισιές ως εκτόξευση απειλών για βιασμούς και σωματική βία. Το άτομο που πραγματοποιεί τα παραπάνω έχει καστανά μαλλιά και μάτια, μέτριο ανάστημα, πλατιά μύτη, συνήθως φοράει φόρμες και μαύρα αθλητικά, έχει ελαφριά προφορά και μιλάει ελληνικά και ρωσικά.
Οι σεξιστικές παρενοχλητικές/παραβιαστικές συμπεριφορές μπορούν να πάρουν πολλές μορφές. Από τα «κοπλιμέντα», τα «αθώα αστειάκια» και τα σφυρίγματα στο δρόμο, τα «κατά λάθος» αγγίγματα και τους επιδειξίες στα λεωφορεία, τους τύπους που μας ακολουθούν μετά το φροντιστήριο ως τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, τους βιασμούς και τις γυναικοκτονίες. Κανένα από αυτά τα περιστατικά δεν είναι ασήμαντο. Αντιθέτως, αποτελούν βασικό πυλώνα της πατριαρχίας. Όλα έχουν κοινή βάση την υποτίμηση των θηλυκών χαρακτηριστικών και την προσπάθεια επιβολής του προτύπου του μάτσο ανδρισμού. Τα σώματά μας καθώς και όποια συμπεριφορά μας βγαίνει από τα όρια της ετεροκανονικότητας γίνονται αντικείμενο χλευασμού και επιβολής.
Σε μία κοινωνία που μας μαθαίνει από τη γέννησή μας ότι πρέπει να εμπίπτουμε σε συγκεκριμένα καλούπια ανάλογα με το φύλο μας, που τα κορίτσια πρέπει να είμαστε φρόνιμα, φροντιστικά και ήσυχα, ενώ τα αγόρια πρέπει να παίζουν με όπλα και δεν πρέπει ποτέ να κλαίνε, σε μια κοινωνία που θεωρείται μαγκιά και ένδειξη αρρενωπότητας το να χτυπάς κάποιο άλλο άτομο και φλωριά το να αγκαλιάζεις, που θεωρεί ότι οι γυναίκες δε θα έπρεπε να παραπονιόμαστε γιατί έχουμε πλέον «ίσα δικαιώματα», είναι τόσο συχνές και κανονικοποιημένες κάποιες εικόνες που είναι εύκολο να αγνοηθούν και να μη γίνουν αντιληπτές ως αυτό που είναι: σεξιστικές/παρενοχλητικές/παραβιαστικές. Πόσο ίσα δικαιώματα έχουμε όμως όταν κάθε φορά που βγαίνουμε από το σπίτι μας μπορεί να υποστούμε κάποια από αυτές τις συμπεριφορές; Που μας λένε ότι αν δεχτούμε τέτοιες συμπεριφορές φταίμε κι από πάνω γιατί είναι δική μας ευθύνη να προσέχουμε τι φοράμε, πώς περπατάμε, τι ώρα γυρνάμε σπίτι μας.
Στις γειτονιές μας θέλουμε να κυκλοφορούμε ελεύθερες, ντυμένες όπως θέλουμε, ό,τι ώρα θέλουμε, με όποιο άτομο θέλουμε χωρίς φόβο και κλειδιά στο χέρι. Είναι πολύ σημαντικό να μη τα βλέπουμε όλα τα παραπάνω ως μικρά και αθώα, γιατί στα μικρά και καθημερινά είναι που χτίζονται οι νοοτροπίες που καταλήγουν στις χειρότερες μορφές έμφυλης βίας. Είναι σύνηθες όταν είμαστε μάρτυρες σε τέτοια περιστατικά να επικρατεί η νοοτροπία του: μην ασχολείσαι, κοίτα τη δουλειά σου, πού να μπλέκεις, θα ασχοληθεί κάποιος άλλος, είναι ιδέα μου κλπ.
Τα άτομα που διαπράττουν τέτοιες συμπεριφορές στηρίζονται ακριβώς σε αυτή την αδράνεια. Όταν επιτίθενται σε κάθε μία ξεχωριστά θεωρούν ότι τους παίρνει γιατί δε θα σταθεί κανείς μαζί της. Είναι ευθύνη όλων μας να δείξουμε έμπρακτα πως αυτό δεν ισχύει. Πως στις γειτονίες μας δε χωράνε τέτοιες συμπεριφορές. Πως κανένα άτομο δεν είναι μόνο του και ότι αν επιτεθεί σε μια θα μας βρει όλες απέναντί του.
Καμία ανοχή σε παρενοχλητικές/παραβιαστικές συμπεριφορές!
Να σπάσουμε το φόβο, την εξατομίκευση, το σεξισμό, τη ματσίλα, την πατριαρχία!
Ποτέ καμία μόνη/κανένα μόνο!
Πορεία γειτονιάς ενάντια σε παρενοχλητικές/παραβιαστικές συμπεριφορές
Από τους αγώνες των εργατριών γυναικών στην Αμερική του 1910 έως σήμερα, οφείλουμε να συνεχίσουμε να αντιστεκόμαστε στην καταπίεση που επιβάλλουν η πατριαρχία, το κράτος και ο καπιταλισμός. Όσο κι αν επιδιώκουν το κράτος και το κεφάλαιο, με διάφορα τεχνάσματα, να υποβιβάσουν το νόημα αυτής της 8ης Μάρτη και να το κάνουν μια ακόμα καπιταλιστική γιορτή «τιμώντας την καλή σύζυγο, την καλή μητέρα, την καλή νοικοκυρά», εμείς θα είμαστε εδώ για να αναδείξουμε το πραγματικό νόημα αυτής της ημέρας. Για εμάς η 8η Μάρτη αποτελεί ημέρα μνήμης και ταξικών αγώνων ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο. Όλες/α μαζί αντιστεκόμαστε σε κάθε συστημική προσπάθεια υποβάθμισης των ζωών μας.
Από το καπιταλιστικό έγκλημα στα Τέμπη μέχρι και την ψήφιση του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, το κράτος μας έχει δείξει πόσο αξία έχουν οι ζωές μας και η φωνή μας σε σχέση με τα κέρδη των ιδιωτών. Κράτος, μαφία, αστυνομία, δικαστικές αρχές, συστημικά ΜΜΕ συγκαλύπτουν παιδοβιαστές και μαστροπούς, θύματα κακοποίησης επανατραυματίζονται στα δικαστήρια και μετανάστριες βιώνουν άθλιες συνθήκες στα camps. Για τους φασίστες της ετεροκανονικότητας τα σώματα μας αποτελούν πεδίο σεξιστικού, τρανσφοβικού και ομοφοβικού λόγου.
Για αυτό λοιπόν στις καταπιέσεις αυτές απαντάμε συλλογικά με αλληλεγγύη και αυτοοργάνωση ενάντια στο καθεστώς φόβου που μας επιβάλλεται.
Να σταματήσουν οι εμφυλοκτονίες
Να βάλουμε τέλος στην έμφυλη βία και καταπίεση
Να προσδιορίζουμε εμείς τα ίδια το φύλο και την σεξουαλικότητα μας
Να ορίζουμε εμείς τις επιλογές για τα σώματά μας και όχι το κράτος , το κεφάλαιο και κάθε είδους φασίστας παπάς
Να σταθούμε δίπλα σε κάθε καταπιεσμένη μετανάστρια , σε κάθε καταπιεσμένη εργάτρια, σε κάθε επιζώσα έμφυλης κακοποίησης
Να υψώσουμε ανάχωμα στις ορέξεις των εξουσιαστών για περισσότερη βία και εκμετάλλευση
Να βάλουμε φρένο στον θάνατο που σπέρνουν κράτος και κεφάλαιο με τις πλάτες των ΜΜΕ
Στις 8 Μαρτίου καλούμε σε πορεία στην Καμάρα στις 18:00.
Καμία μόνη, κανένα μόνο απέναντι στη βία της πατριαρχίας, του κράτους και του κεφαλαίου.